Ήταν
παραμονές των Φώτων του 2001. Ο Στράτος με την Μάρω πίνανε τα μεσημεριανά
τσιπουράκια τους στην κουζίνα του διαμερίσματος, που νοίκιαζαν στη συνοικία του
Άϊ Δημήτρη της πόλης των Σερρών.
Καν
πενήντα βήματα από την ομώνυμη εκκλησία. Ξέρανε κι οι δυο τους ότι οι παπάδες
περνούσαν από τις πολυκατοικίες της οδού τους, την παραμονή των Φώτων κι όχι
ανήμερα.
Να
ξέρετε ότι αυτός ο νεωτερισμός οφείλεται στην αγωνία των ιερωμένων, μη τύχει
και ξεμείνει, από τον ανήμερο αγιασμό, κανένα διαμέρισμα ανάγιαστο και πάθουνε
οι ένοικοί του κανένα κακό, μέσα στην χρονιά που θ’ ακολουθήσει.
Ο
Στράτος λοιπόν και η Μάρω, είχανε γράψει σ’ ένα μεγαλούτσικο λευκό χαρτί, με
μεγάλα κεφαλαία γράμματα, τα εξής λόγια: ΟΙΚΟΣ ΔΩΔΕΚΑΘΕΪΣΤΩΝ. ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΟΙ
ΑΓΙΑΣΤΟΥΡΕΣ. Αυτό το χαρτί το κόλλησαν στην πόρτα του διαμερίσματός τους, απ’
έξω και πάνω από το ματάκι, και περιμένανε, πώς και πώς, να δούνε την αντίδραση
του παπά.
Από την
μπαλκονόπορτα της κουζίνας, φαινόταν, στον ανήφορο, το πίσω μέρος της
εκκλησίας. Κάποια στιγμή έσκασε μύτη, από τη γωνιά, ο παπάς μαζί με το παιδί
που κρατάει το μπακαρτσούδι, όπως λένε το μπακιρένιο σκεύος αυτό στα χωριά, και
πήραν τον κατήφορο προς την πολυκατοικία τους. Ο Στράτος, αμέσως έτρεξε στο
ματάκι της πόρτας, για να δει το σκηνικό. Μένανε στον πρώτο όροφο και είχανε
προτεραιότητα.
Πρώτο
βγήκε το παιδί από το ασανσέρ κι όπως γύρισε αριστερά, έπεσε το μάτι του πάνω
στην επιγραφή. Τη διάβασε κι αμέσως γύρισε προς τον παπά και του έδειξε την πόρτα.
Ο παπάς πλησίασε, περίπου σε απόσταση μέτρου, να διαβάσει κι αυτός. Μόλις τη
διάβασε, σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, έκανε δυο βήματα πίσω. Ξαναπλησίασε
και ξαναδιάβασε. Αμέσως σχεδόν έστρεψε το βλέμμα του δεξιά, όπου βρίσκονταν το
μπουτόν του κουδουνιού και διάβασε τα ονοματεπώνυμα των ενοίκων του
διαμερίσματος. Μετά έκανε να φύγει, αλλά ξαναγύρισε και ξαναδιάβασε τα ονόματα,
αλλά τούτη τη φορά προφέροντάς τα χαμηλόφωνα.
Εκείνη
τη χρονιά έτσι τέλειωσε το επεισόδιο αυτό. Όμως την επόμενη έγινε η μεγάλη
φάση.
Μάρτυς
μου ο Ζευς – που ήταν παρών στο σκηνικό, ανάμεσα σχεδόν σ’ όλους του θεούς τους
Ολύμπου, που τους είχε βαλμένους η Μάρω κατά ιεραρχική σειρά, στο σαλόνι της,
επί μονίμου βάσεως, πάνω σε μια κατάλευκη συρταριέρα – πως, ότι ειπώθηκε μέχρι
στιγμής κι ότι πρόκειται ν’ ακολουθήσει, είναι εντελώς αληθινά, και τίποτα
σχεδόν δεν προστέθηκε, στην αφήγησή αυτή.
Την
επόμενη λοιπόν χρονιά, και πάλι την παραμονή των φώτων, μόλις ο Στράτος είδε
τον παπά με το παιδάκι να σκάνε μύτη από την γωνία και να βαδίζουν προς την
πολυκατοικία του, μέσα στο κλάσμα του δευτερολέπτου, του κατέβηκε στο μυαλό το
σενάριο που θα σας αφηγηθώ από δω και πέρα.
Γυρίζει
στη Μάρω και της λέει, πήγαινε αμέσως στο μπάνιο, κλειδώσου μέσα και άκουγε.
Μου κατέβηκε μια ιδέα που πρόκειται να προκαλέσει πολύ γέλιο. Αυτή έσπευσε
αμέσως να εκτελέσει την εντολή, παρά την περιέργειά της, να πληροφορηθεί, για
το τι μέλλει γενέσθαι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τύχαινε σε τέτοια περίσταση. Ο
Στράτος πήγε κ’ έστησε το μάτι του στο ματάκι της πόρτας.
Γύρισε
όμως αμέσως πίσω στο σαλόνι και απευθύνθηκε στον Δία.
- Ύπατε των Θεών, Μέγιστε Ζευ, σε παρακαλώ, ενστάλαξε μέσα μου, δυο σταγόνες
από το πνεύμα του Λουκιανού κι άλλες δυο από του Λασκαράτου, για να μη
προσβάλλω το θεϊκό σου γούστο, ούτε και των υπόλοιπων συνθεών σου. Γιατί
πρόκειται να δραματουργήσω ο ασεβής ενώπιόν σας και…
Τη
στιγμή εκείνη άκουσε την πόρτα του ασανσέρ ν’ ανοίγει, κι έτρεξε αμέσως στο
ματάκι της πόρτας. Ήδη το παιδί βρισκότανε στο διάδρομο κι ο παπάς βγαίνοντας
έστριβε προς την αντίθετη μεριά απ’ αυτή του Στράτου.
Αμέσως
πήρε ύφος πανικόβλητου ανθρώπου, άνοιξε την πόρτα του και, με συνωμοτική
παρακαλεστική κίνηση του αριστερού χεριού, άρχισε να καλεί τον παπά: Πάτερ,
πάτερ έλα, τρέξε γρήγορα. Σώσε με πάτερ. Είχε γείρει το κορμί του προς τα μπρος
κι ένευε συνεχώς προς τον παπά. Ο μικρός έμεινε σύξυλος, να βλέπει και να μη
καταλαβαίνει τίποτα.
Κι ο
παπάς όμως δεν πήγαινε παρακάτω στη σαστιμάρα. ανοιξε αργά και σταθερά το βήμα
του προς τη μεριά του Στράτου και κοντοστάθηκε άφωνος δυο μέτρα μπροστά του.
- Πατερούλη μου σώσε με τον άμοιρο. Έλα, έμπα μέσα να σου πω τη συμφορά που
έπαθα.
Ο παπάς
δίχως να μιλήσει ακόμα μπήκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι. Το παιδί
κάθισε έξω από τη πόρτα χωρίς να τολμά να μπει μέσα. Ο Στράτος άρχισε να
τρεμουλιάζει τη φωνή του και να επιτείνει το πανικόβλητο ύφος του.
- Πού να στα λέω παπά μου. Να, πέρυσι παντρεύτηκα μια Αθηναία. Σωστή μάγισσα.
Ήμαρτον Παναγίτσα μου. Αυτή που λες παππούλη μου είναι δωδεκαθεΐστρια αλλά δεν
μου το είχε μαρτυρήσει. Κι όταν μου κουβάλησε εδώ την προίκα της, μου
μοστράρισε μέσα στο σαλόνι όλ’ αυτά τα ειδωλολατρικά αγάλματα των θεών του
Ολύμπου, που τα βλέπει τώρα και συ.
Ήδη
είχε φέρει ο Στράτος τον παπά στο κέντρο του σαλονιού, τραβώντας τον ελαφρά από
το χέρι κι ο παπάς δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει. Από τη μια χάζευε τ’ αγάλματα κι
από την άλλη προσπαθούσε να χωνέψει αυτά τα πρωτάκουστα λόγια. Κι ακόμα
παραπάνω. ταυτόχρονα μ’ όλ’ αυτά, πάσχιζε να τα μετρήσει κι από πάνω. Την πρώτη
φορά τα έβγαλε οκτώ, τη δεύτερη εννιά.
Μέσα
στην αμηχανία που τον παραζάλιζε, ρώτησε τον Στράτο. Και πόσα είναι αλήθεια όλα
μαζί; Οκτώ ή εννιά;
- Τι να σου πω πάτερ μου, σάμπως να τα μέτρησα κι εγώ άραγες; ασ’ τα αυτά τώρα
να προκάνουμε καμμιά προκοπή, γιατί αν έρθει τώρα η κακούργα και μας βρει εδώ
μέσα, θα μας βγάλει τα μάτια και των δυο μας. Αμα την ήξερες δεν θα
καθυστερούσες δευτερόλεπτο. Βρες τώρα αμέσως καμμιά ευχή, κανένα θεοτικό ξόρκι,
ν’ αποβάλλεις τα δαιμόνια που φωλιάζουν μέσα τους, πριν μας προφτάσει αυτή η
αθεόφοβη. Στο λέω να το ξέρεις, εκεί μέσα κατοικούν δαίμονες. Και βγαίνουν τα
βράδια και με χαλούν τον ύπνο μου, πανάθεμάτα, με πειρασμούς και διαβολικά
πράμματα. Αμ, δε μου τα λέγανε εμένα, για κείνον τον ακόλαστο τον Δία; Ο νους
του όλο στο από τέτοιο ήταν. αντε, άντε βιάσου να προλάβουμε.
Τι τον
έπιασε τώρα τον παπά, σαν να τον τσίμπησε καμμιά μύγα, και ξεκουνήθηκε απότομα
απ’ την θέση του για να το ρίξει στην γενική επιθεώρηση του διαμερίσματος,
δίχως να βγάλει λέξη, και μάλιστα με μεγάλη άνεση και σπουδή, ένας θεός το
ξέρει. Μπήκε πρώτα στο γραφείο του Στράτου. Τι να δει κι εκεί. Ξανά μανά όλοι
οι θεοί, αυτή τη φορά σούμπιτο κι οι δώδεκα καδραρισμένοι.
Και μη
τα χειρότερα. Πάνω από τα κάδρα των θεών, σ’ ένα κάδρο με διπλάσιες διαστάσεις,
ήταν μια φωτογραφία ενός Ρωμαϊκού γλυπτού, που παρίστανε τον Θεό Πάνα να
συνουσιάζεται με μια κατσίκα, και με το πράμμα του να φαίνεται πεντακάθαρα
σανιδωμένο. Θα ήταν μονάχα πολύ λίγο αν λέγαμε ότι τα μάτια του παπά πετάχτηκαν
απ’ έξω.
Φανταστείτε
τώρα και σεις, εκείνη τη στιγμή, να του έλεγε ο Στράτος ότι αυτό το κάδρο του
το είχε κάνει δώρο ένας παπάς. Μάλιστα. Αυτό είναι αλήθεια. Ήταν πάνω από δέκα
άτομα παρόντα όταν έγινε η δωρεά αυτή από τον παπα Γιάννη στον Στράτο, μέσα στο
οργανοποιείο ο «Μάρκος». Μη περιμένετε όμως να μαρτυρήσουμε τον παπαδωριτή.
Ξέρουμε πολύ καλά με τι λύσσα θα ξεσπάσει απάνω του το συνάφι του.
- Βλέπεις πάτερ μου; Αυτό είναι το γραφείο μου. Όπου και να πάω δεν μπορώ να
γλιτώσω από τη μανία της με δαύτους.
Ο παπάς
έδειχνε να ζει στον κόσμο του. Σα να μη άκουγε καν τον Στράτο. Από το γραφείο
έσπευσε στην κρεβατοκάμαρα. Αμ, τι ήθελες να δει κι εκεί; Παναγιά μου Ελεούσα!
Έναν μαρμάρινο Πάνα μισό μέτρο μπόι, μ’ ένα παλαμάρι καμμιά τριανταπενταριά
πόντους, με το συμπάθιο! Να φανταστείτε ότι η βάλανός του ξεπερνούσε προς τα πάνω
το κεφάλι του θεού. Και δεν έφτανε μοναχά αυτό. Αριστερά και δεξιά από το
άγαλμα ήταν ολόρθιοι δυο πήλινοι φαλλοί κοντά στον πήχη ο καθένας.
Εκείνη
τη στιγμή έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να τα φτύσει ο πατερούλης.
Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές μ’ απίστευτη γρηγοράδα και έστρεψε το βλέμμα του
καταπάνω στον Στράτο. Τον κύτταξε κατάματα και, πιστεύοντας πως πρόκειται όντως
για θύμα, άρχισε τους εξορκισμούς και τα ραντίσματα.
Η
αλήθεια είναι ότι το ύφος, του κακόμοιρου θύματος, που είχε πάρει ο Στράτος,
μπορούσε να πείσει ακόμα και τον άπιστο Θωμά. Βάλε μαζί και τα ατράνταχτα
ντοκουμέντα που αποκόμισε ο παπάς από την αυτοψία του, όλ’ αυτά εξανέμισαν και
την παραμικρή αμφιβολία του πως επρόκειτο περί σατανικού μπλεξίματος.
Παρατώντας
τον Πάνα με τους δορυφόρους φαλλούς, έτρεξε στο σαλόνι κι άρχισε να ραντίζει,
ένα–ένα τ’ αγάλματα, μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα κατεβατά. Μόλις έφτασε
στη μέση, γύρισε προς τον Στράτο να τον ξεματιάξει κι αυτόνε. Κι αυτός ο
μαλαγάνας γονάτισε χάμω κι άρχισε να σταυροκοπιέται σαν καμμιά θεούσα
σιγανοπαπαδιά.
Ο παπάς
ράντισε από δω, ξόρκισε από κει, μέχρι και τα ταβάνια δεν εξαίρεσε ο δόλιος.
Μωρέ
αλήθεια, θα ξεχνούσα εντελώς τη Μάρω, που είχε κλειστεί στο μπάνιο. Αυτό το
διαβολοκόριτσο που ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Κι εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που
δεν του ’ρθε του παπά ν’ ανοίξει και την πόρτα του μπάνιου. Γιατί ήταν μεν
κλειδωμένη, αλλά υπήρχε κίνδυνος να υποψιαστεί κάτι.
Η
κυρία, που λέτε, όπως τα μολόγησε μετά το πέρας του δράματος, όλη την ώρα της
παράστασης, είχε δαγκώσει μια πετσέτα για να μη ξεσπάσει στα γέλια. Τα άκουγε
όλα γιατί το μπάνιο ήταν στο κέντρο του διαμερίσματος. Κι όποιος δεν το
πιστεύει αυτό, ό,τι ώρα θέλει μπορεί να διαπιστώσει αυτή την αλήθεια. Διότι το
διαμέρισμα αυτό τώρα νοικιάζεται και βρίσκεται στη οδό Ερυθρού Σταυρού 12, στον
πρώτο όροφο και είναι το γωνιακό.
Όταν
φάνηκε πια ότι έλαβε τέλος ο εξορκισμός, ο Στράτος κτύπησε τον παπά στον ώμο,
και του είπε: άμε στο καλό παππούλη και να ξέρεις , εγώ λεφτά δεν σου δίνω για
να μη σε προσβάλλω. Εγώ γνωρίζω πολύ καλά ότι εσείς οι παπάδες όλοι σας είσαστε
υπεράνω χρημάτων. Μήποτε γίνεται να πληρώσει κανείς αυτό το έργο σας που δε
φτάνουν όλοι οι παράδες του κόσμου για τη πληρωμή του.
Αυτά
όμως τα λόγια του Στράτου μάλλον έβαλαν κάποιους ψύλλους στ’ αυτιά του πατρός
γιατί αμέσως άλλαξε το ύφος του και πήρε μια διερευνητική όψη. Κι απ’ την
παραζάλη του, αντί να πάει προς τα πάνω άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς το
ισόγειο. Θα είχε κατέβει πεντέξι σκαλοπάτια όταν άκουσε τον Στράτο να του λέει:
Και που είσαι πάτερ, μη ξεχάσεις να δώσεις τα χαιρετίσματά μου στον παπα
Χρήστο. Είναι φιλαράκι μου. Πες του από τον Στράτο κι εκείνος θα καταλάβει.
Εκεί
φάνηκε πλέον πως ο παπάς την ψυλλιάστηκε σίγουρα τη μηχανή, γιατί ο παπά
Χρήστος ήταν ο αρχιπαπάς της ενορίας του κι αυτόν τον είχε σα βοηθό να πούμε.
Έτσι πήρε μια φόρα κι ακόμα τρέχει ο χαζοβιόλης. Ακούς εκεί μ’ όλο το μυαλό του
να ξορκίζει τα μάρμαρα χωρίς ντροπή. Νέος άνθρωπος το πολύ τριαντάρης. Και να
συνυπολογίσετε στο μητρώο του ότι ήταν και πτυχιούχος θεολογικής σχολής, όπως
αργότερα ομολόγησε ένας συγχωριανός του. Τι επί πλέον να πει κανείς για τέτοια
μαύρα χάλια.
Ήδη
όμως η Μάρω είχε βγει από το μπάνιο πνιγμένη από τα γέλια.
- Μωρέ μπράβο σενάριο!. Και τι σκηνοθεσία! Εσύ παιδάκι μου έπρεπε να γίνεις ηθοποιός και σκηνοθέτης μαζί.
Αφού
χόρτασαν τα δυο τους από γέλιο, γύρισε ο Στράτος προς τον Δία.
- Το ξέρω, φίλε, ότι δεν τσαντίστηκες από την ελαφράδα του ιουδαιοχριστιανού
αυτού υβριστή. Εσύ ήσουνα και θα είσαι αιωνίως ανεκτικός. Ξέρω πως σιχαίνεσαι
τη μισαλλοδοξία και τους φανατισμούς που αυτοί οι αθεόφοβοι τα έχουν ψωμοτύρι.
Στο κάτω-κάτω της γραφής πώς να σε πτοήσουν εσένα, έναν αληθινό κι αθάνατο θεό,
τα καμώματα του ειδωλολάτρη και δούλου ιερέα ενός ανύπαρκτου θεού, που τον
έπλασε η ξεραμένη, από την κάψα της ερήμου του Σινά, γκλάβα του απατεώνα Μωυσή.
Και να
ξέρεις πως για την άριστή σου αυτή συμπεριφορά σου δίνω ένα μήνα άδεια να
επισκεφτείς και πάλι την αγαπημένη σου Αιθιοπία, με τις πανέμορφες κι ερωτιάρες
αραπίνες. Σου υπόσχομαι να προσέχω τα παιδιά σου καλύτερα από σένα όσο θα
λείπεις. Όσο για κείνη τη ζηλιάρα τη γυναίκα σου, μη στενοχωριέσαι. Θα βρω
τρόπο να την παραμυθιάσω.
Σενάριο,
σκηνοθεσία, φωτιστικά, απομαγνητοφώνηση και πρωταγωνισμός, του Σταύρου
Βασδέκη
ΥΓ.
Παρακαλώ να μην αμφισβητήσει καμμιά και κανείς το αληθές του ως άνω
κατατεθέντος δρώμενου, διότι σε περίπτωση δίκης ποτέ δεν θα περιπέσω στην
κατάσταση της ύβρεως να καλέσω ως μάρτυρες κοτζάμ θεούς, οι οποίοι ήταν παρόντες
και παρακολούθησαν το επεισόδιο και υπό μορφή αγαλμάτων και υπό μορφή εικόνων.
Διότι ποτέ δεν θα μου επιτρέψει η ευσέβειά μου να εκπέσω σε τέτοιου
είδους χαμερπή συμπεριφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου