Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΑΙ ΔΡΥΑΔΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Διάλεξις δοθείσα τήν 22 Φεβρουάριου 1933 έν τη Λέσχη έπιστημόνων ’Αθηνών ΥΠΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ (απόσπασμα)
Κατά την άρχαιοτάτην εποχήν, δηλαδή προ των χρόνων τού Μυκηναϊκού πολιτισμού, ή 'Ελλάς ήτο καθ’ όλην αυτής τήν εκτασιν κατάφυτος από δάση, τά όποια έξηπλούντο γραφικώς από τών υψηλότερων κορυφών τών όρέων της, μέχρι τής παραλίας τής θαλάσσης. Ούτω π.χ., κατά τήν Μυθολογίαν, ό Ηρακλής έφόνευσε τον Κιθαιρώνιον λέοντα καί τήν έλαφον τής Άρτέμιδος έν Πελοποννήσω, ζώα δηλαδή τά όποια μόνον εντός εκτεταμένων δρυμώνων δύνανται νά ζώσι, καί τά όποια εντελώς έξέλιπον σήμερον από τήν Ελλάδα. Ωσαύτως εκ τών Μυκηναϊκών τάφων καί τών λοιπών ανασκαφών περιήλθον μέχρις ημών αφομοιώματα έλάφων, αντιλόπης, αιγάγρων καί άλλων αγρίων ζώων, γεγονότα τά οποία ασφαλώς μάς πείθουν, ότι ή δασική βλάστησις κατά τήν εποχήν εκείνην έπρεπε νά ήτο πλουσιωτάτη καί άφθονος.
Ή Ελληνική Μυθολογία διέσωσε μέχρις ημών χαριτωμένας τινάς γραμμάς περί τού βίου τών νομάδων εκείνων, τους οποίους ό "Ομηρος περιγράφει ώς έξης: «Κατώκουν μεμονωμένοι εις τάς υψηλάς κορυφάς τών όρέων, εντός παρθένων δασών καί γλαφυρών σπηλαίων, δεν έφυτευον ουδ’ εσπειρόν τι, αφού ολόκληρος η γή δεν έγνώριζε τό άροτρον, καί δεν περιεστοιχίζοντο παρά από δένδρα, βράχους καί άγέλας, τάς οποίας καθ’ έκάστην ώδήγουν εις τήν βοσκήν. ’Άπειροι δε αίγες έζων εντός τών πυκνοτάτων δρυμών, εις τά ενδότερα τών οποίων ούδείς άνθρωπος, ούτε κυνηγός είσήρχετο ποτέ, αφού τοσούτον θά ύπέφερεν εκ τής πυκνής υλής».
Αναμφιβόλως αί μεγαλοπρεπείς έκειναι καί χαριτωμένοι σχετικώς μέ τά δάση εικόνες τής 'Ελληνικής Μυθολογίας, των οποίων αί πλείσται είναι πραγματικά καλλιτεχνήματα, άποδεικνύουν προς τοίς άλλοις, τοσούτον βαθείαν καί ενδόμυχον την άντίληψιν, την συμπάθειαν καί την έκτίμησιν τού μεγάλου εκείνου λαού προς τα δάση, την έλευθέραν φύσιν, τάς καλλονάς καί τά θέλγητρα αυτής, όσον μόνον ιδεώδεις ποιηταί καί καλλιτέχναι ή ενθουσιώδεις φυσιολάτραι δύνανται νά αίσθάνωνται.
Ή Ελλάς ύπήρξεν ό κατ’ εξοχήν τόπος τής γεννήσεως των αβρών εκείνων μυθικών υπάρξεων, των ώραιοτάτων καί χαριτωμένων νυμφών, αί όποίαι έγεννώντο άπό τών δένδων των δασών, τών δρυμών καί τών αλσών, καί εκαλούντο Αρνάδες, Άμαδρυάδες, Δρυμοχαρείς, Όρειάδες, Λιγύμολποι, Όρεσκωοι, Όρεσσίγονοι, Πετραίαι, Ύλυωροί, Ναπαίαι κτλ.
Ό Παυσανίας λέγει ότι, «αί νύμφαι τώ άρχαίω λόγω των ποιητών έφύοντο άπό τών άλλων δένδρων καί μάλιστα άπό τών δρυών». Ου μόνον δέ τούτο, αλλά καί έν έκάστω σχεδόν δένδρω έπιστευετο συγκατοικούσα μετ' αυτού συγγεννωμένη καί συναποθνήσκουσα καί μία νύμφη, καί διά τούτο έκαστον περίπου δένδρον έθεωρείτο ιερόν καί έπροστατευετο, έφ' όσον ή ανάγκη καί ή παραφορά δεν έκυριάρχουν.
Κατά τινα μύθον ’Απολλώνιου τού Ροδίου, ό πατήρ τού Παραιβίου, τέμνουν δένδρα επί τού όρους έπαθε δεινά, διότι περιεφρόνηοε την παράκλησιν τής 'Αμαδρυάδος νύμφης, ή οποία όδυρομένη παρεκάλει αυτόν νά μή κόψη, το πρέμνον τής δρυός, εντός τής οποίας αύτη επί πολύν χρόνον διέμενε.
Παλλαχού λέγεται ότι, ήκούσθη ό θρήνος καί ό κοπετός τών νυμφών όταν κατεκόπτοντο τά δένδρα αυτών, ενώ αλλαχού βεβαιούται ότι μία 'Αμαρδρυάς εγένετο οικεία καί άντήμειψε διά τού έρωτος αυτής τον Άρκάν, διότι ούτος το δένδρον της κινδυνεύον νά παρασυρθή υπό τού χειμάρρου διά προχώματος τινός έπροστάτευσε καί έσωσεν.
Αλλού πάλιν άναφέρεται ότι ό νεαρός τών Θετταλών ήγεμών Έρυσίχθων, έτιμωρήθη μέ άκράτητον βουλιμίαν παρά τής Θεάς Δήμητρας, διότι έτόλμησε νά κόψη τό άλσος αυτής, ΐνα έξ αύτού κατασκευάση αίθουσαν συμποσίων (σ.σ.: βλ. οπτικοακουστκό παρακάτω).
Άλλ’ ό κατ’ εξοχήν Θεός τών δρυμώνων καί τών φαράγγων, τών όρέων καί τών αλσών ήτο ό τραγόπους καί κερασφόρος 'Αρκαδικός Θεός Πάν, τέκνον τού Έρμού καί τής Δρυοπίδος νύμφης. Ό Παν ύπήρξεν ό χαρίεις Θεός τών δασικών καί ποιμενικών πληθυσμών, τον οποίον ώνόμαζον κύριον τών δασών καί αγελών «τής ύλης κύριον, θεόν νόμιον». Ό ίδιος ό Παν κατασκευάσας αθλητικόν όργανον την ρεμβώδη σύριγγα, έθελξε δι’ αυτής την νύμφην Πίταν, την οποίαν ό περιφρονηθέίς αντεραστής Βορρέας συνέτριψεν έπί των βράχων, από των οποίων ανέβαλλε το μαγευτικόν εκείνο δένδρον, εξ ου μετά νέας πικρίας έκοψε στέφανον ό Παν.
Έν γένει ό σεβασμός τών Αρχαίων Ελλήνων, προς τα ιερά άλση ήτο τοιούτος, ώστε άπο τών δένδρων τούτων δεν ήτο έπιτετραμμένον ν’ άφαιρεθώσιν ούτε κλάδοι, ούτε τά καταπεσόντα φύλλα, ακόμη δε περισσότερον άπηγορεύετο και ή κοπή τούτων. Αλλαχού, ώς π.χ. έν Τεγέα, παρά τό Ιερόν τής Άλέας ’Αθηνάς, άνευρίσκομεν επιγραφήν, καθ’ ήν είς τό παρακείμενον άλσος άπηγορεύετο καί ή βοσκή, καί μόνον ό ίερεύς εδικαιούτο νά βόσκη εντός τού άλσους 20 πρόβατα, εν ζεύγος βοών καί μίαν αίγα. 'Ωσαύτως μία πλάξ ή οποία άνευρέθη προ ετών παρά τον Πύργον τής 'Αμαλίας, περιέχει ένα άφορισμόν τού ίερέως τού ’Απόλλωνος, έντελλομένου τό «μή κόπτειν τό ιερόν τού Άπόλλουνος αλσος, μηδέ άφαιρείν τά ξύλα». Αυτή ή θεά Άρτεμις, ή προστάτις τών δασών καί του κυνηγιού, έν Πελοποννήσω καί δή έν ’Αρκαδία είχε τά προσφιλέστερα άλση της, ώς π.χ. έν Καρυαίς τό, περίφημου Όρέστειον, έτερον έπί τού όρους Άλησσίου, άλλο έν Αυκαίω, έν ’Αττική τό άλσος τού Μαραθώνος, καί αλλαχού, έντός τών οποίων διέτριβε τον περισσότερον αυτής χρόνον τοξεύουσα έλάφους, δορκάδας, λέολπας καί παντοία άλλοι θηραματικά ζώα.
Κατά τούς μετά Χριστόν χρόνους, ήτοι κατά τούς χρόνους τής Ρωμαϊκής εποχής, τής Βυζαντινής, καί Φραγκοκρατίας, των τελευταίων χρόνων των Βυζαντινών καί τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής Ελληνικής Έπαναστάσεως, ήτοι κατά τήν εποχήν τού σκότους, ή Ιστορία δυστυχώς δεν κατώρθωσε μέχρι σήμερον νά έπιχύση αρκετόν φώς καί νά εξερεύνηση τους σκοτεινούς τούτους τών επιδρομών χρόνους, ούτε ίστορικώς, πολύ δε περισσότερον από δασικής έξελίξεως. Διότι, άφ’ ενός μέν ή χώρα κατά τούς χρόνους τούτους έστερείτο πάσης ελευθερίας καί συνεπώς αύτενεργείας, άφ’ ετέρου δέ διότι, έπιταθείσης εκ τού δεσποτισμού τής άμαθείας καί τής άπαιδευσίας, έλειπεν ό εγχώριος χρονογράφος, όστις ήθελεν διαιώνιση τά σύγχρονα γεγονότα· είναι δέ γνωστόν ότι ή ιστορία δεν δημιουργείται, αλλά στηρίζεται επί γεγονότων. Ούδεμία όμως αμφιβολία γεννάται ότι ή βλάστησις καί κατά τήν εποχήν εκείνην τού σκότους, θά ήτο πλούσια καί άφθονος καί ότι ό δούλος λαός ζών εις τούς άπομεμακρυσμένους καί τούς ορεινούς τόπους είχε κάθε συμφέρον νά διατηρή τά δάση καί νά θεωρη ταύτα ώς τό καλύτερον κρυσφήγετον εναντίον τών επιδρομών του κατακτητού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου