Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
1 σχόλιο:
Είναι ενδιαφέρουσες αυτές οι αναρτήσεις που εξηγούν τις εκφράσεις της καθημερινής πού χρησιμοποιούμε χωρίς να γνωρίζουμε την ρίζα τους. Κάποτε οι εξηγήσεις τους μας εκπλήσσουν όπως και για την παρούσα που την χρησιμοποιούν ακόμα και οι πιό απομονωμένοι Ελληνες των μικρών χωριών παρόλο που έχει γεννέτηρα της την Αθήνα.
Α.
Δημοσίευση σχολίου