Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΕΛΑ ΕΣΥ ΚΑΙ ΔΕΞΟΥ Τ᾿ ΑΡΜΑΤΑ ΤΑ ΞΑΚΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ

Το ξημέρωμα της 27ης μέρας της Ιλιάδας (4η της μάχης) η Θέτιδα φέρνει τα ολοκαίνουρια όπλα στον Αχιλλέα, που θρηνεί ακόμη το νεκρό φίλο του. Η θεά στάζει αμβροσία και νέκταρ στα ρουθούνια του νεκρού, ώστε να μείνει αναλλοίωτος, και συμβουλεύει το γιο της να συγκαλέσει συνέλευση, να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα και μετά να οπλιστεί για τη μάχη. Ακολουθώντας τις υποδείξεις της, ο Αχιλλέας συγκαλεί την αγορά των Αχαιών και παίρνει πρώτος το λόγο· ο ήρωας αποκηρύσσει την οργή του και ζητάει από τον Αγαμέμνονα να παρατάξει αμέσως το στρατό, γιατί βιάζεται να εκδικηθεί. Ο αρχηγός του στρατού με ύφος απολογητικό δηλώνει μετανιωμένος και έτοιμος να επανορθώσει, δίνοντας στον Πηλείδη τα δώρα που του υποσχέθηκε την προηγούμενη μέρα ο Οδυσσέας. Ο Αχιλλέας όμως βιάζεται· εκείνο που προέχει γι' αυτόν είναι η εκδίκηση. Τότε παρεμβαίνει ο Οδυσσέας, για να υποστηρίξει ότι πρέπει να γευματίσει πρώτα ο στρατός και ο Αγαμέμνονας να ικανοποιήσει ηθικά και υλικά τον Αχιλλέα. Ακολουθεί θυσία και όρκος του Αγαμέμνονα, ενώ ο Αχιλλέας υποχωρεί και δέχεται να γίνουν όλα με τάξη.
Μετά το τέλος της συνέλευσης, οι Μυρμιδόνες οδηγούν τη Βρισηίδα μαζί με όλα τα δώρα στη σκηνή του Αχιλλέα, όπου αυτή βλέπει το νεκρό Πάτροκλο και ξεσπάει σε μοιρολόι. Στο μεταξύ οι Αχαιοί ετοιμάζονται έχοντας και τον Αχιλλέα ανάμεσά τους. Ο ποιητής μάς παρουσιάζει με λεπτομέρειες την εμφάνιση του ήρωα, την καινούρια πανοπλία του και την ετοιμασία του αμαξιού του με ηνίοχο τον Αυτομέδοντα. Ο γιος του Πηλέα είναι πανέτοιμος να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του, αν και ξέρει ότι αυτό θα φέρει πιο κοντά και το δικό του τέλος. Του το θυμίζει άλλωστε με τρόπο «θαυμαστό» το άλογό του, ο Ξάνθος. Το όμορφο άλογο, με φωνή που του έδωσε η Ήρα, προφητεύει το θάνατο του ήρωα. Ο Αχιλλέας, ωστόσο, έχει πάρει την απόφασή του και ορμάει στη μάχη.
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Τ-
 Η Αυγή η κροκοψιαντούσα επρόβαινε μεσ᾿ απ᾿ το μέγα ρέμα
του Ωκεανού, το φως σε αθάνατους και σε θνητούς να φέρει·
κι έφτανε εκείνη στα πλεούμενα με του θεού τα δώρα.
Κι ήβρε πεσμένο απά στον Πάτροκλο τον ακριβό το γιο της
να κλαίει πικρά, και πλήθος σύντροφοι τρογύρα μαζεμένοι
θρηνούσαν κι η Θεά η τρισεύγενη πήγε, κοντά του έστάθη,
το χέρι του 'σφίξε, τον έκραξε κι αυτά του λέει τα λόγια:
« Παιδί μου, αυτόν ας τον αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας,
να κοίτεται, έτσι αφού το θέλησαν οι αθάνατοι να πέσει.
Μον᾿ έλα εσύ και δέξου τ᾿ άρματα τα ξακουστά του Ηφαίστου·
τόσο όμορφα κανείς δε φόρεσε θνητός ποτέ στους ώμους.»
Αυτά είπεν η θεά, και τ᾿ άρματα μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια
πιθώνει χάμω, κι αντιβρόντηξεν η πλουμισμένη αρμάτα'
κι οι Μυρμιδόνες όλοι ετρόμαξαν, δε βάστηξε κανένας
να ρίξει τη ματιά του απάνω της, μον᾿ άρχισαν να τρέμουν.
Μόνο ο Αχιλλέας, ως τα 'δε, εχόλιασε περίσσια ακόμα, κι άγρια
κάτω απ᾿ τα βλέφαρα τα μάτια του ξαστράφταν, σαν τη φλόγα,
και του θεού τα δώρα εχαίρουνταν να τα κρατά στα χέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου