«Έκτωρ, μ᾽ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
215 και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ᾽ άρματ᾽ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ᾽ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
220 και δράκοντ᾽ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
225 στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ᾽ τα πλοία,
ότι θ᾽ αφήσομεν αυτού πολλούς απ᾽ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
230 Μ᾽ άγριον βλέμμ᾽ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ᾽ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ᾽ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ᾽ οι θεοί σ᾽ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
235 του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
240 Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου