Αυτή η παράξενη είσοδος που βρισκόταν στο έδαφος, μια στενή σκοτεινή τρύπα μπροστά στην οποία καθόσουν στο έδαφος, έβαζες τα πόδια σου μέχρι τα γόνατα μέσα σου, κι εκείνη σε τραβούσε απότομα μέσα, στην λεγόμενη «απαγωγός οπή» {ένας αγωγός που έκανε απαγωγή). Χανόσουν από την επιφάνεια της γης, κανείς δεν ήξερε πού πηγαίνεις, εσύ ταξίδευες μέσα στο μαντείο (!), ήταν σαν να πήγαινες σε έναν άλλον κόσμο, έβλεπες οράματα, συναντούσες ερπετά και φαντάσματα, σκιές και οπτασίες, άκουγες φωνές και ιστορίες, διδασκαλίες και Χρησμούς, έλειπες για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα πολλών ωρών και ακόμη και ημερών, ώσπου να σε ξεβράσει έξω η ίδια τρύπα, να σε πετάξει έξω και να εμφανιστεί πρώτα με τα πόδια κι έπειτα με το υπόλοιπο σώμα, ακριβώς όπως σε ρούφηξε, αντίστροφα αυτή τη φορά.
Έβγαινες συγκλονισμένος, δεν θυμόσουν ούτε καν πώς σε λένε, ήσουν σαν χαμένος, ακόμη «έχανες το χαμόγελο και το γέλιο σου», κι έπρεπε να σε περιλάβουν οι ιερείς, να σε πάνε σε έναν ειδικό χώρο για να σε συνεφέρουν. Μόλις ανακτούσες την ομιλία σου και την πρόσφατη μνήμη σου, σε ανέκριναν για να τους διηγηθείς τα πάντα που είδες ή άκουσες εκεί κάτω, όλα αυτά που σου συνέβησαν. Κατέγραφαν την εμπειρία σου στο ιερό αρχείο τους, κι έπειτα σε παρέδιδαν στους δικούς σου ανθρώπους, τελικά έβρισκες τον εαυτό σου, κι έπειτα από λίγο καιρό «επανερχόταν το γέλιο σου», πράγμα που σημαίνει ότι τότε βρισκόσουν σε κατάθλιψη ή μελαγχολία. Είχες πάρει τον χρησμό που ζητούσες, αλλά απαγορευόταν αυστηρά να μιλήσεις σε οποιονδήποτε άλλον γι' αυτόν, ούτε έπρεπε να διηγηθείς ποτέ σε κανέναν αυτά που σου συνέβησαν στο υπόγειο ταξίδι σου μέσα από εκείνη την τρύπα-ρουφήχτρα. Όποιος παρέβαινε αυτόν τον άγραφο νόμο, πέθαινε με ανεξήγητο τρόπο. Όλα αυτά τα τρομακτικά πράγματα, πάνω-κάτω, τα ήξεραν οι άνθρωποι που επισκέπτονταν το Τροφώνιο, κι όμως χιλιάδες απ' αυτούς πήγαιναν εκεί ανά τους αιώνες -τουλάχιστον από το 500 π.Χ. ως την απαγόρευση λειτουργίας από τον Θεοδόσιο Α' -για να ζητήσουν χρησμό, κι αυτό το γεγονός δείχνει πόσο σημαντική θεωρούνταν η περιπέτεια αυτή και πόσο έγκυροι ήταν οι μελλοντολογικοί χρησμοί που δίνονταν εκεί.
Αυτά που είδαν, άκουσαν και έμαθαν μέσα στο Τροφώνιο οι επισκέπτες, δεν επιτρεπόταν να τα διηγηθούν σε τρίτους. (Ούτε ο Παυσανίας μάς διηγείται τι συνέβη εκεί μέσα στον ίδιο). Απ' όσο ξέρουμε, στον ιερό νόμο που απαγόρευε να διηγηθεί κανείς την εμπειρία του στους άλλους, υπήρξε τουλάχιστον μία εξαίρεση: ένας Αθηναίος, ο Τίμαρχος, συγκλονισμένος απ' αυτά που του συνέβησαν μέσα στο Τροφώνιο, τα διηγήθηκε όλα λεπτομερώς στους φίλους του, με αποτέλεσμα να πεθάνει ανεξήγητα λίγο αργότερα. Οι φίλοι του αυτοί, μετέφεραν τη διήγηση του Τίμαρχου στον Σωκράτη, κι εκείνος οργίστηκε και τους μάλωσε, λέγοντας τους ότι έπρεπε να είχαν φέρει αμέσως τον Τίμαρχο σ' αυτόν, για να ακούσει από τον ίδιο τη διήγηση των συμβάντων. (Σημειώστε ότι ο Σωκράτης ήταν εξαιρετικά σκεπτικιστής και κυνικός απέναντι στα θρησκευτικά δρώμενα, κι όμως ενδιαφερόταν πολύ για το τι συνέβαινε στο Τροφώνιο). Τόσο σπουδαία τα θεώρησε όλα αυτά ο Σωκράτης, ώστε οργίστηκε που δεν μπόρεσε να μιλήσει με τον ίδιο τον Τίμαρχο εξαιτίας αυτής της απερισκεψίας των φίλων του, αλλά μόνο άκουσε τη διήγηση από δεύτερο ή τρίτο χέρι (κι έτσι γνώριζε πως κάποιες ίσως σημαντικές λεπτομέρειες είχαν αλλοιωθεί).
Ο Πλούταρχος παραθέτει με πολλές λεπτομέρειες τη διήγηση του Τίμαρχου για την επίσκεψη του στο Τροφώνιο, και, ως αρχιερέας του γειτονικού Μαντείου των Δελφών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατείχε πολλές ειδικές γνώσεις πάνω στο ζήτημα. Η αναφορά του Πλουτάρχου είναι αρκετά σκοτεινή και δυσνόητη, πολύ μεγάλη για να την παραθέσω εδώ, αλλά τα αποσπάσματα που τελικά θα παραθέσω είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά:
«Κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνηθίζοντας στο μαντείο. Έμεινε κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα, οι περισσότεροι είχαν ήδη αφήσει κάθε ελπίδα να τον ξαναδούν, και η οικογένεια του τον θρηνούσε για νεκρό, όταν το πρωί εκείνος βγήκε έξω με λαμπερό παρουσιαστικό. Λάτρευσε τον θεό, και, αμέσως μόλις ξεγλίστρησε από το πλήθος, άρχισε να μας διηγείται τα πολλά θαύματα που είδε και άκουσε εκεί μέσα...» Συγγραφέας: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ (Απόσπασμα) Πηγή. Συνέχεια στο Τέταρτο μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου