Αφορισμός είναι εκκλησιαστική ποινή αποκλεισμού ανθρώπου, από την κοινωνία των χριστιανών. Αφ-ορίζω, ίσον: χωρίζω με φράχτη, τον αφορισμένο από το χώρο της εκκλησίας.
Είναι γεγονός ότι, η φύση εφοδίασε τους ανθρώπους και όλα τ’ άλλα έμβια όντα, με όπλα. Άλλα όπλα για να αμύνονται προστατεύοντας τη ζωή τους, άλλα για να αποκτούν την τροφή τους και άλλα για να επιτίθενται στους εχθρούς τους, που για κάποιο λόγο τους έφταιξαν. Η σουπιά, χύνει το μελάνι της για να θολώνει τα νερά και να κρύβεται όταν απειλείται. Ο σκορπιός το δηλητήριο του, όταν κάποιος τον ενοχλήσει και κινδυνέψει η ζωή του. Το ίδιο και το λιοντάρι με τα υπόλοιπα ζώα. Έτσι λοιπόν και οι ρασοφόροι δεν ήταν δυνατό να μείνουν άοπλοι. Είχαν στα χέρια τους τρομερά όπλα για να επιβάλλονται. Κατ’ αρχάς, χρησιμοποιούσαν τον ξυλοδαρμό. Έδερναν δεμένα τα θύματα τους, όσον απίστευτο κι αν φαίνεται, μέχρις αναισθησίας.
Οι σκληροί πατριάρχες, Φιλόθεος και Κύριλλος των Ιεροσολύμων, καθώς και μεταξύ των άλλων και ο επίσκοπος της Λαρίσης Πολύκαρπος, έδερναν τους υποτακτικούς τους αλύπητα, με τα ίδια τους τα χέρια. Η ένταση του πυρός, της φωτιάς, ήταν ανάλογη με το βάρος της ποινής του καταδικασμένου. Μεγάλη δυνατή φωτιά, για απλές θανατικές καταδίκες. Σιγανή και μεγάλης διάρκειας φωτιά, για βαριές εκδικητικές καταδίκες. Η φωτιά που έκαιγε τους άπιστους και τους παραβάτες, προτιμήθηκε από τους πετροβολισμούς, σταυρώσεις, απαγχονισμούς και καρμανιόλες, διότι κατ’ αυτήν δεν χύνονταν αίμα, που είναι αμαρτία για τους θεοσεβούμενος κληρικούς δικαστές και ασέβεια προς τον Θεό.
Έτσι λοιπόν, πολλές λαμπάδες φωτισμένων επιστημόνων και αντιφρονούντων κληρικών, φώτισαν τα μαύρα σκοτάδια του μεσαίωνα. Αργότερα, οι θεοφώτιστοι πατέρες καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, είπαν ότι, “οι μέθοδοι αυταί, είναι ξέναι προς το Ευαγγέλιο”, και ότι, “τα όπλα ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά”. Έτσι, οι αθεόφοβοι αυτοί πατέρες μας, επινόησαν τον αφορισμό και τ’ αναθέματα καθοδηγούμενοι πάντα από το ζωοποιό Άγιο Πνεύμα. Αφορισμός σημαίνει αποβολή του αφορισμένου, από όχι μόνον από την εκκλησία, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Ο αφορισμένος, θεωρείτο πεθαμένος και τον πενθούσαν για τέτοιον.
Παλαιότερα, κυρίως κατά την εποχή των ταγμάτων πίστεως, Φραγκισκανών Ιησουιτών, Ιεράς Εξέτασης κ.λπ., οι αφορισμένοι, ήταν υποχρεωμένοι, να φορούν ένα τρίχινο σάκο και να κουρεύουν τα μαλλιά τους. Έκλαιγαν κι οδύροντο σερνόμενοι στα πόδια των παπάδων, εκλιπαρώντας έλεος και συγχώρεση. Ο τρόπος που εκτελείτο ο αφορισμός, όπως μας αναφέρει ο Γάλλος, G. Saint Sauveue, που έτυχε να είναι αυτόπτης μάρτυρας, ήταν πολύ πένθιμος και μακάβριος. Έκανε τον άμαθο απλοϊκό λαό να τρέμει από τον φόβο του. “Ο πρωτόπαπας, με πένθιμο ράσο κι ένα μαύρο κερί στα χέρια, βάδιζε προς το σπίτι του θύματος, έχοντας μπροστά άλλους κατάμαυρα, πένθιμα, ντυμένους παπάδες, που κρατούσαν μεγάλη μαύρη σημαία και ένα μεγάλο μαύρο σταυρό. Πίσω τους δε, ακολουθούσαν άλλοι παπάδες, ψάλλοντας ξόρκια”. Μεταξύ των άλλων έλεγαν: “να πέσουν επάνω του οι λύπες του Ιώβ, η μοίρα του Ιωνά, η λέπρα του Ιεχωβά, το σκότος των νεκρών, οι αγωνίες των αποθανόντων, οι καταιγίδες της κόλασης, άλυτος μετά θάνατο και τυμπανιαίος…”. Πολλοί προτιμούσαν τον θάνατο από τον αφορισμό.
Το τελετουργικό του αναθέματος, είναι κάπως διαφορετικό. Εδώ ο πρωτόπαπας βρίσκει ένα πολυσύχναστο μέρος ή ένα σταυροδρόμι και ενώ ακολουθείται από άλλους παπάδες και από πλήθος κόσμου, που είχε παρακινήσει για τον σκοπό του αναθέματος, χαράζει στο χώμα το σήμα του τάφου. Στη μέση, ανοίγει μια τρύπα και χώνει ένα καμένο κούτσουρο, ψάλλοντας κατάρες που έχουν σκοπό να παραδώσουν το θύμα στον διάβολο. Το καρβουνιασμένο κούτσουρο είναι το κορμί του αναθεματισμένου. Ο πρωτόπαπας ρίχνει πάνω στο κούτσουρο την πρώτη πέτρα αναφωνώντας, “ανάθεμα”. Κατόπιν και οι παραβρισκόμενοι είναι υποχρεωμένοι, να ρίξουν πέτρες πάνω στο κούτσουρο, φωνάζοντας “ανάθεμα”. Έτσι, ο σορός μεγαλώνει και γίνεται βουναλάκι από πέτρες, γιατί και οι περαστικοί είναι υποχρεωμένοι να ρίχνουν πέτρες και να φωνάζουν “ανάθεμα”, αν ήθελαν να μην τους πιάσουν οι κατάρες που ελέχθησαν για τον αναθεματισμένο.
Ένα απ’ αυτά τα αναθέματα ήταν και το μεγάλο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, στο Πεδίον του Άρεως, τον Δεκέμβριο του 1916, αναθεμάτισε τον μεγάλο Έλληνα πολιτικό, Ε. Βενιζέλο, με όλες τις παπαδίστικες κατάρες, που στέλνουν τα θύματα στο διάβολο, λέγοντας: “Να κληρονομήσει τη λέπρα του Γιέζη, την αγχόνη του Ιούδα, του Ισκαριώτη, προκοπή να μην ιδεί, μηδείς εκκλησιάσει αυτόν, ή αγιάσει, ή θυμιάσει, ή αντίδωρο αυτώ δώσει, ή συμφάγει ή συμπίει, ή απλώς συναναστραφεί και χαιρετήσει αυτόν…”. Δυστυχώς, καθαρά βλέπουμε εδώ ότι οι παπάδες δεν προσφέρουν υπηρεσίες και θυσίες μόνο στο Θεό, αλλά και στο αντίπαλο του, τον Διάβολο.
Οι αφορισμοί και τα αναθέματα δεν κεραυνοβολούσαν μόνον τον απλό λαό λόγω άγνοιας και αμάθειας, που το έπαιρναν επί πόνου και πέθαιναν από την αγωνία και τη στενοχώρια τους. Έπεφταν, και μάλιστα κατά τον ίδιο τρόπο, και στα κεφάλια των ίδιων των κληρικών, παπάδων, δεσποτάδων ακόμα και πατριαρχών. Ο ένας αφόριζε τον άλλον για ψύλλου πήδημα. Ο Πατριάρχης Φώτιος αφόρεσε τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος τον Φώτιο. Παΐσιος τον Αρσένιο και τανάπαλιν. Η μια Σύνοδος, αφόριζε την άλλη και η δεύτερη την πρώτη και όποιος προλάβαινε αφόριζε τον άλλον. Ο δεσπότης περιέρχονταν την ύπαιθρο και αφόριζε όποιον του υπέδειχναν οι εχθροί του, αντί αμοιβής τις πιο πολλές φορές. Να λάβει υπόψη του κανείς, ότι όλοι αυτοί οι αφορισμοί και τα αναθέματα γίνονταν με την ευλογία της τριαδικής Θεότητας και εις το όνομα Της.
(Από το βιβλίο, "Μάρκος Κ. Κουλούρης: Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). G.F.T.! http://godfairytales.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου