Ο Παν
για τους έλληνες εσυμβόλιζε τη ριπή του πόθου μέσα στη φύση.
Εσήμαινε
εκείνη την ταραχή του βυθού μέσα στα όντα, τη φθείρουσα και την
ηδονική, που συνείχε τα φορτία των νεφών, τα δέντρα, τα χτήνη, τους ανθρώπους.
Ήταν η
σάρκωση που την τάραζε η πυρή σιγαλιά της επιθυμίας. Η δύναμη
η αγνή της βάρβαρης βαρβατιάς. Απηχούσε εκθέματα της ορμής του
γενετήσιου πόθου, που κυριεύει τα χορταράκια και τα λουλούδια, όταν σκάνε σε
μύρα και χρώματα με τις αραδιαστές επελάσεις της άνοιξης.
Ο Παν
εικονίζε τη Λιβιδώ της φύσης. Εκείνη τη δύσκολη αραβωνιαστικιά
του Φρόυντ, που δεν την ενόησαν στη βάση της ποτέ τους ούτε οι αντίπαλοι ούτε
οι μαθητές του. Πύλη της παντοδυναμίας σκοτεινή, έβγαζε στο τοπίο του
τρομακτικού γενετήσιου ρίγους κάθε Θεογονίας και Γένεσης.
Καθρέφτιζε
το απροσμάχητο κράτος της ορμής για ζωικό γίγνεσθαι και ηαβοί σε βάθος μέγα.
Εκεί που το αισθάνουνται κάπως μόνον οι
ποιητές, και οι μιλημένοι του θανάτου.
Οι
σιγαλέα μιλημένοι του θανάτου. Γιατί ο Παν ήτανε ο θεός των κατσικιών
αλλά και των τράγων. Και οι τελευταίοι βρίσκουνται ύλη στα δομικά
κύτταρα της τραγωδίας. Εκείνης της ακραίας ηθικής και αισθητικής κατάκτησης και
περιουσίας των ελλήνων, που βρίσκεται από τη μεριά της ζωής αλλά και του
θανάτου.
Ο Παν
των ελλήνων φορεί το πνεύμα που δηλώνεται στα άγρια ζώα με τα
συνθήματα των ιχνών τους. Φυλάγει τις ομιλίες που κάνουν τα λαμπυρίσματα
των αστεριών στα σκοτεινά δάση. Αναγνωρίζεται στις χειραψίες
που δίνουν τα ασημένια φύλλα της λεύκας στον άνεμο. Πάλλει μαζί με
τον παλμό της πεταλούδας που πετάει στο Πεκίνο και φέρνει την καταιγίδα στην
Καλιφόρνια.
Με την
παγάνα του, τα παγανά, και τον πανικό του φόβο, ο Παν προπέμπει
στον παγανισμό του αρχαίου κόσμου. Παρασταίνει τον ιστό που ένωνε την ψυχή του
ανθρώπου με την ψυχή του κόσμου σ' έναν υμέναιο αξεθύμαστο, κάτω από τη μουσική
του μαγεμένου αυλού του. Την τελευταία του αντιδόνηση ίσως την ακούει κανείς σ'
εκείνο το Ηπτει^εβαη^ της Ποιμενικής του Μπετόβεν.
Ο Παν
ήταν μια θεότητα πολύσημη και κοσμοφόρα. Όπως ο Απόλλων με το
απολλώνειο, ο Διόνυσος με το διονυσιακό, ο Δίας με το ολυμπιακό στοιχείο τους.
Απάνου στη βάση του κύριου χαρακτήρα του δήλωνε το πιο βαθύ γνώρισμα του
κλασικού έλληνα: μία φυή ανθρωπολογίας που εγνώριζε να ευδοκιμεί ακατάπαυστα
πάνου στη στύση της φύσης. Στην ακαταπόνητη γέμιση και χάση του φεγγαριού. Την
άλω της κορυφής του ανδρικού μέλους.
Ο
θάνατος του Πανός, μαζί με τον αφανισμό του κλασικού κόσμου, εβούλοταν
να σημάνει και το θάνατο του ανθρώπου που τον έπλασε η φυσική
αγωγή.
Πεθαίνοντας
η αρχαιότητα πέθανε και ο φυσικός άνθρωπος. Ο νέος άνθρωπος
που αναδύθηκε με το χριστιανισμό, και αργότερα με τον πολιτισμό
της Ευρώπης, είναι αφύσικος, κατά την έννοια ότι η σχέση του δεν είναι με τη
φύση αλλά με τον εαυτό του.
Η
μετάβαση ή το στένεμα είναι ανάλογα με την εξέλιξη της τραγωδίας.
Στην αττική
τραγωδία ο άνθρωπος επάλευε με τη μοίρα. Στην τραγωδία του
Σαίκσπηρ ο άνθρωπος επάλευε με το συνάνθρωπο. Στη σύγχρονη τραγωδία
ο άνθρωπος παλεύει με τον εαυτό του. Η κίνηση γίνεται από τον αγρό στην πόλη,
από την πόλη στο σπίτι, κι από το σπίτι στην κάμαρη του σπιτιού.
Οι
έλληνες, άνθρωποι φυσικοί, είχαν αποδεχτεί γενναία αυτό που εμείς σήμερα
αρνιούμαστε με την πρόφαση της αναβολής. Όμως ποτέ δε θα μπορέσουμε
με απεργίες να αλλάξουμε το δελτίο του καιρού. Ούτε θα καταργήσουμε
τα γεράματα με τη βοήθεια των θεσμών.
Μέσα
στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δύο είναι οι ερυθροί γίγαντες
στοχαστές που μίλησαν για το θάνατο του θεού. Στον παλαιό καιρό ο
Πλούταρχος, και στην εποχή μας ο Νίτσε.
Σαν το
μικρό ναυτόπουλο του κυρ-Αντριά, του απόκοτου καραβοκύρη που δεν ελογάριασε την παραγγελιά του Βοριά στα καράβια να πιάσουν λιμάνι,
ο Πλούταρχος και ο Νίτσε ανέβηκαν στην κορφή το κατάρτι, εδιάλεξαν
τον καιρό, και μας είπαν για τα μελλούμενα του ταξιδιού:
-Γι'
ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι, για να διαλέξεις τον καιρό,
να ιδείς για τον αέρα. Παιζογελώντα ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
-Το τί
είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα
τον ουρανό θολό και τ' άστρια ματωμένα, είδα τη μπόρα π' άστραψε και το φεγγάρι
εχάθη, και στης Αττάλειας τα βουνά αστροχαλάζι πέφτει.
Ώστε να
ειπεί, να καλοειπεί, να καλοκουβεντιάσει, βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι
τρίζει... Γιόμισ' η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΓΚΕΜΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου