Ιδέ ο
δάσκαλος – Απόσπασμα από «Τα Ελληνικά» του Δημήτρη Λιαντίνη
«Όταν
δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι
ψεύτικα;» Δημήτρης Λιαντίνης
Σωστή
παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις
δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την
οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και
τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα
λοιπόν είναι να ριζώσουμε τον νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του
την ψευτιά.
Χωρίς
να το ξέρουμε και χωρίς να το εννοούμε, από τα γεννοφάσκια του φιδοζώνουμε το
παιδί με δεισιδαιμονίες προλήψεις και μαγικούς κατάδεσμους. Και με τα δηλητήρια
αυτά πνίγουμε την ψυχή του. Όπως τα ζιζάνια και τα άλλα αγριόχορτα πνίγουν το
στάρι.
Αυτά
είναι δουλειές και καμώματα για τους Βουσμάνους, φίλε. Αυτά και τα άλλα συναφή
τους. Βασκανίες ξεματιάσματα, αστρολογία, τσαρλατανιά και λωποδύτες. Ευχές και
κατάρες, θεοί διάβολοι άγγελοι και φαντάσματα. Τελώνια τούλπες και δαιμονικά,
το χερικό και το ποδαρικό, η μυρωδιά, το θυμίαμα και το λιβάνι. Λιτανείες για
την ανεβροχιά, οταυροκοπήματα και μετάνοιες, φυλαχτά γκόλφια, κόκαλα χάντρες
νυχτερίδες, και το τετράφυλλο τριφύλλι.
Στον
Αη-Γιώργη της Φιλιππιάδας, πάνω ακριβώς από το υδραγωγείο της αρχαίας Νικόπολης
υπάρχει ένας τρύπιος βράχος. Φαίνεται από τη δημοσιά που τραβάει για Γιάννενα.
Ε, λοιπόν έκαμα έρευνα και βρήκα: Όλοι οι κάτοικοι του χωριού από εβδομήντα και
πάνω και όλα τα παιδιά ως τα δώδεκα πιστεύουν ότι το βράχο τον ετρύπησε παλιά ο
Αη-Γιώργης, όταν χυμώντας καβαλάρης κυνηγούσε κάποια παγανά. Η πίστη τους έχει
την ίδια ασφάλεια με τη γνώση τους ότι η πόλη που βρίσκεται στα δεκαπέντε
χιλιόμετρα είναι η Άρτα.
Τέτοιας
λογής είναι ο φέροντας σκελετός της πνευματικής οργάνωσης των παιδιών μας. Τα
πέλματα και τα πέδιλα, οι κολόνες τα συνάζια και οι δοκοί συνδέσεως της ζωής
τους είναι οι δεισιδαιμονίες και οι πρoλήψεις.
Αγωνιζόμαστε
να αφαιρέσουμε τη φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάζουμε με την άρρωστη
γνώμη μας.
Και
δώστου οι παπάδες με τα θυμιατά στις γωνιές των κοιμητηρίων. Για να βουτάνε τα
όβολα των πονεμένων. Σαν το φίδι κοιτάνε πώς να μαγνητίσουν το θύμα. Άσε πια
όταν τύχει να τους ιδείς να πιάνουνται σε πρόστυχο καβγά για τον πελάτη. Χάρμα.
Και βέβαια ημπορεί να εννοήσει κανείς τη λυσσαλέα τους αντίδραση, όταν χρόνια
τώρα ζητούμε να καθιερωθεί και στην Ελλάδα το αποτεφρωτήριο και η προαιρετική
καύση των νεκρών. Όπως είναι σε όλες τις φτασμένες χώρες.
Και
δώστου οι αγύρτες με τα ωροσκόπια και τους ζωδιακούς σε εφημερίδες και
περιοδικά και τελεβίζια. Βλέπεις κάτι χοντρές κυρίες, που σαν αρχίσουν να σου
μιλούν για τον Στάχυ της Παρθένου και για τις επιρροές του Αιγόκερου με τα
κέρατα στα ερωτικά σου, βουβαίνουν τον Πεντζίας και τον Ουίλσον…
Και
δώστου οι προσευχές του Ρήγκαν (κάποιος πρόεδρος της Αμερικής ήταν αυτός) για
να πάνε στον παράδεισο οι οχτώ άτυχοι αστροναύτες που χαθήκανε τη στιγμή της
εκτόξευσης. Τον πόλεμο των άστρων ήθελε να φτιάξει ο άνθρωπος. Για να
καταστραφούν στον Γ’ Παγκόσμιο του Αϊνστάιν όλοι οι λαοί, και να γλιτώσουν μόνο
oι Ενωμένες Πολιτείες. Μόνες τους πια στο φρύδι της Γης να κορδεύουνται και να
κοκορεύουν πάνω στις στάχτες της ιστορίας.
Και
δώστου το τροπάρι για την καλή ψυχή και τα καλά στερνά. Να γίνεις δίκαιος και
να γίνεις καλός για τους άλλους. Να πηγαίνεις το δείλι στο παρεθύρι, και να
διαβάζεις τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά, που έλεγε της θυγατρός της η «Γυναίκα
της Ζάκυθος». Εσύ ν’ αγιάσεις. Και μην προσέχεις που οι άλλοι είναι λύκοι
έτοιμοι να σε φάνε. Και προπαντός αυτό: Τα μάτια σου τέσσερα για τον Ουρανό και
τη Βασιλεία του.
Και
δώστου τα σακιά το αλεύρι και οι ασπιρίνες. Να στέλνουμε οι πολιτισμένοι στους
λιμοκτόνους της Αφρικής και της Ασίας κατά τις σιτοδείες και τις μεγάλες
στέγνιες. Τους παίρνουμε το άλογο, κι απέ γενναιόδωρα τους χαρίζουμε το πέταλο.
Έχεις ακουστά για το χαλκό της Χιλής, και για το ουράνιο στο πρώην γαλλικό
Κογκό;
Κόκκινο
σαν παπαρούνα και κίτρινο σαν τη χολή είναι το αφιονοτόπι της ψευτιάς και των
προλήψεων. Η στρατηγική να καταστρέφεται το φυσικό τοπίο του παιδιού με τις
προλήψεις είναι σκόπιμη, κατευθυνόμενη, κακουργηματική τρις και τετράκις σε
θάνατο, και απάνθρωπη.
Οι
έξυπνοι, λίγοι, ασελγούν στο σώμα της συνείδησης των αφελών πολλών. Όπου η
αφέλεια των τελευταίων παίζει το ρόλο του μαστρωπού και του ρουφιάνου.
Έτσι,
όταν τα παιδιά μας φτάνουν στην ηλικία να δώσουν τον όρκο του άντρα, και όταν
οι κοπέλες μας φτάνουν στην ώρα τους, γίνουνται ωραίες -δηλαδή, έχουνε χωριστεί
σε δύο τάξεις.
Η μία,
που είναι η μάζα σχεδόν του συνόλου, έχει αφομοιώσει το δηλητήριο της ψευτιάς.
Και έχει ανοσοποιηθεί στα υδροκυάνια και στα κώνεια, κατά τον τρόπο του παλαιού
εκείνου Μιθριδάτη. Είναι η πλαστική στόφα ανθρώπου, τα μηχανημένα νευρόσπαστα,
που παραλαβαίνουν τη σκυτάλη των προλήψεων και αναπαράγουν το ίδιο στις νέες
γενεές.
Η άλλη
είναι η τάξη που καταλογογραφεί τους Ελάχιστους. Ετούτοι είναι οι
χρηστηριασμένοι από κάποια βούληση, και οι φορτοβαστάκτες της προσωπικής τους
ευθύνης. Λίγοι, αλλά όλοι τους, ξανασαρκώνουν τον Ορέστη, τον πρίγκιπα Μύσκιν,
τον Τσε Γκεβάρα, τον ποιητή Σέλλεϋ, τον Άμλετ τον Δανό. Καθώς τους μαστιγώνει η
οργή της αλήθειας, ο τρόμος της εμορφιάς, και το μεγαλείο του ανθρώπου.
Περνούν
και πηγαίνουν να απαντήσουν τη μοίρα τους… Και ζητούν να μάθουν την αλήθεια,
έστω κι αν είναι να τους τυφλώσει. Όπως εζήτησε να μάθει την αλήθεια ο
Οιδίποδας, και όταν την έμαθε έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του.
Κάτω
από τυφλωτικές καταλαμπές και θερινές καταιγίδες όλοι αυτοί κρατούν μέσα τους
τον άνθρωπο όρθιο και στο φυσικό του ανάστημα. Που πάει να πει: Λεύτερο από
ψευτιές και δεισιδαιμονίες.
Είναι
οι ανευνούχιστοι, που ο Δάσκαλος τους είπε άγριους των πόλεων. Και είναι οι
τρομοκράτες, που ο Ποιητής τους είπε άξεστους των θαυμάτων.
Τόσοι
και τέτοιοι είναι οι θρόνοι και οι δυναστείες των προλήψεων. Και γ’ αυτό ο
άξιος δάσκαλος και ο δίκαιος που κάνει άξια και δίκαια τη δουλειά του τη μέρα
χτίζει και τη νύχτα γκρεμίζει. Από δω, δηλαδή, ξεχερσώνει την ψευτιά και τις
προλήψεις και από κει σπέρνει καθαρό το χωράφι του παιδιού με το φως των
γνώσεων.
Δάσκαλος
που αγνοεί το πρώτο μισό, το χρέος δηλαδή του χαλαστή, δε μορφώνει ανθρώπους.
Απλά γιατροπορεύει άρρωστους…
Όμως το
φως δεν το αντέχει ο μισότυφλος. Θυμηθείτε τους πεδουκλωμένους στην παραβολή
της Σπηλιάς του Πλάτωνα. Όταν ο φωτισμένος οδηγητής τους βγάζει από τα σκότη
και ζητεί να τους ξαναφέρει εμπροστά στον ήλιο, πονούν τα μάτια τους, φεύγουν
το φως, και ξαναγυρίζουν στα σκοτάδια τους…
Πολλές
φορές αναρωτήθηκα ποια εικόνα και ποια ιδέα ανθρώπου είχε στο μυαλό του ο
Βάρναλης, όταν σκάρωσε το Πρωτοχρονιάτικο. Ακούστε βροντές και αστροπελέκια που
είναι δυνατότερα από τα κανόνια του Ναπολέοντα…
«Σαράντα
σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες, σκεμπέδες σταυροδόλωτοι και βρώμιες
ποδαρούκλες, ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι, ντυμένοι στα
μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα
λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η καμοπάνα), καθένας γουρουνόπουλο, καθένας
νταμιτζάνα! Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι κι αβάσταγες ενιώσανε
φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’ ο
κοσμάκης φώναζε: — Πεινάμε τέτοιες μέρες, γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια
και μητέρες. Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι, ανοίξαν τα παράθυρα
και κράξαν: — Είστε αθέοι».
Άθεοι
είναι οι γερόντοι και οι γερόντισσες που ζητούνε ψωμί. Αλλά και τον Δελμούζο
τον άθεο, κοντά στα άλλα εκείνος ο μαύρος δεσπότης τον κατηγόρησε ότι ξεσήκωνε
τους φτωχούς ενάντια στους πλούσιους. Εκεί ήταν ο κόμπος.
Ο
καλόγερος μαμελούκος, όσο αμβλύνους και νά ‘τανε, την αλήθεια την οσμιζότανε
κάπου στον αέρα. Ότι, δηλαδή, το να ξεριζώνεις τις προλήψεις από τα παιδιά
είναι όμοιο με το να φέρνεις στις κοινωνίες τη δικαιοσύνη και την τάξη…
Η
ιστορία του Έλληνα δάσκαλου έχει τη δική της Ιερή Εξέταση, και τις Επιτροπείες
της. Είναι αυτές που έκαιγαν βιβλία και ανθρώπους. Η φάρα του Εξαρχόπουλου, του
Σκιά, του Μεγαρέα, του Οικονόμου, του Κουκουλέ, του Καλλιάφα. Και των άλλων με
τη μίζερη βολή και την τετραπέρατη μυωπία. Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος μίλησε για
δυσώδη εγωισμό και ταπεινά νιτερέσα.
Αντικρύ
στους αετούς και τα ύψη χαμοπετάνε και πηδοκοπούν ετούτοι οι κόρακες και οι
γύπες. Τη θανάσιμη αλλά και ηρωϊκή αντιπαράθεση την έχει παραστήσει ο Πίνδαρος
από τον παλαιό καιρό: «Κόρακες, με ακράτητη γλώσσα ανόητα γαυριούν,
παραβγαίνοντας τον αετό, το θεϊκό όρνιο του Δία».
Πηγή:
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τα Ελληνικά» (Δημήτρης Λιαντίνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου