Σάββατο 4 Απριλίου 2015

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ 164. – ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ 3, 947-972 – Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ

Το παρατιθέμενο απόσπασμα προέρχεται από το τρίτο βιβλίο, που αρχίζει με την επίκληση της μούσας Ερατώς, την οποία ήδη το όνομά της συνδέει με τον Έρωτα. Στους συγκεκριμένους στίχους περιγράφεται η στιγμή της πρώτης συνάντησης της Μήδειας με τον Ιάσονα στον ναό της Εκάτης, κυρίως ο συγκλονισμός της Μήδειας καθώς τον περιμένει. Χαρακτηριστικά ελληνιστική είναι η δεσπόζουσα θέση που κατέχει ο Έρωτας, ένα θέμα που στα ομηρικά έπη (Οδύσσεια) πιο πολύ υποβάλλεται παρά προβάλλεται ευθέως.
...
Εμίλησε με σωφροσύνη και με σύνεση· συμφώνησαν μεμιάς και οι δύο.
Η καρδιά όμως της Μήδειας δεν ξεκολλούσε, άλλο δεν σκεφτόταν, έστω και αν έπαιζε. Και όποτε άρχιζε να παίζει κάτι, ό,τι και αν ήταν, τίποτα δεν την έθελγε ούτε την έτερπε πολλή ώρα.
Άξαφνα σταματούσε αμήχανη. Ούτε στιγμή δεν μπορούσε να καθηλώσει το βλέμμα της πάνω στις δούλες, έστρεφε ανήσυχη το πρόσωπο και κοίταζε μακριά τους δρόμους.
Πολλές φορές εράγισε η καρδιά μέσα στα στήθια της, όταν δεν γνώριζε αν ο ήχος που έτρεχε πλάι της ήτανε από βήματα ή τον άνεμο.
Όμως σε λίγο, ενώ την έφλεγε ο πόθος, εφανερώθη εμπρός της, ίδιος ο Σείριος που αφήνει τον Ωκεανό και ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα, που είναι χάρμα να τον βλέπεις όταν ανατέλλει υπέρλαμπρος, φέρνει όμως ανείπωτη συμφορά στα κοπάδια.
Έτσι εστάθη εμπρός της ο Αισονίδης, εξαίσιος να τον κοιτάζει, όμως ήρθε και ξύπνησε το μαρτύριο του ολέθριου πάθους.
Η καρδιά της πέταξε από τα στήθη της, τα μάτια της σκοτείνιασαν, στα μάγουλά της απλώθηκε ζεστή πορφύρα· δεν είχε δύναμη να σηκώσει τα γόνατά της, να προχωρήσει εμπρός ή πίσω, τα πόδια της καρφώθηκαν στο χώμα.
Οι δούλες όλες απομακρύνθηκαν ήδη από κοντά τους.
Εκείνοι άφωνοι και αμίλητοι έστεκαν μόνοι, πρόσωπο με πρόσωπο· έμοιαζαν με δρυς ή έλατα πανύψηλα που ριζωμένα πάνω στα όρη, ασάλευτα στην αρχή μέσα στη νηνεμία, έπειτα παίρνουν να κινούνται από τις ριπές του ανέμου και ηχούν ακαταπαύστως.
Έτσι και αυτοί είχαν να πουν πολλά καθώς τους παρέσερναν οι πνοές του Έρωτα.
(Απόδοση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

1 σχόλιο:

Σείριος είπε...

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ: 164. – Ἀργοναυτικὰ 3, 947-972

ἦ ῥα περιφραδέως, ἐπὶ δὲ σχεδὸν ᾔνεον ἄμφω.
οὐδ᾽ ἄρα Μηδείης θυμὸς τράπετ᾽ ἄλλα νοῆσαι,
μελπομένης περ ὅμως· πᾶσαι δέ οἱ, ἥντιν᾽ ἀθύροι
950 μολπήν, οὐκ ἐπὶ δηρὸν ἐφήνδανεν ἑψιάασθαι,
ἀλλὰ μεταλλήγεσκεν ἀμήχανος· οὐδέ ποτ᾽ ὄσσε
ἀμφιπόλων μεθ᾽ ὅμιλον ἔχ᾽ ἀτρέμας, ἐς δὲ κελεύθους
τηλόσε παπταίνεσκε παρακλίνουσα παρειάς.
ἦ θαμὰ δὴ στηθέων ἐάγη κέαρ, ὁππότε δοῦπον
955 ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο παραθρέξαντα δοάσσαι.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οὐ μετὰ δηρὸν ἐελδομένῃ ἐφαάνθη,
ὑψόσ᾽ ἀναθρῴσκων ἅ τε Σείριος Ὠκεανοῖο,
ὃς δ᾽ ἤτοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ᾽ ἐσιδέσθαι
ἀντέλλει, μήλοισι δ᾽ ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν·
960 ὣς ἄρα τῇ καλὸς μὲν ἐπήλυθεν εἰσοράασθαι
Αἰσονίδης, κάματον δὲ δυσίμερον ὦρσε φαανθείς.
ἐκ δ᾽ ἄρα οἱ κραδίη στηθέων πέσεν, ὄμματα δ᾽ αὔτως
ἤχλυσαν, θερμὸν δὲ παρηίδας εἷλεν ἔρευθος·
γούνατα δ᾽ οὔτ᾽ ὀπίσω οὔτε προπάροιθεν ἀεῖραι
965 ἔσθενεν, ἀλλ᾽ ὑπένερθε πάγη πόδας. αἱ δ᾽ ἄρα τείως
ἀμφίπολοι μάλα πᾶσαι ἀπὸ σφείων ἐλίασθεν.
τὼ δ᾽ ἄνεῳ καὶ ἄναυδοι ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν,
ἢ δρυσὶν ἢ μακρῇσιν ἐειδόμενοι ἐλάτῃσιν,
αἵ τε παρᾶσσον ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται
970 νηνεμίῃ, μετὰ δ᾽ αὖτις ὑπὸ ῥιπῆς ἀνέμοιο
κινύμεναι ὁμάδησαν ἀπείριτον· ὣς ἄρα τώγε
μέλλον ἅλις φθέγξασθαι ὑπὸ πνοιῇσιν ἔρωτος.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου