Σαν σήμερα
τότε στην εποχή της αθωότητας, παιδιά του Δημοτικού, με έναν συνομήλικο μου
ξάδερφο, λέγαμε τα κάλαντα σε όλο το χωριό. Κρατούσαμε και μια μαξιλαροθήκη γιατί
κάποιοι δεν έδιναν χρήματα, αλλά σιτάρι. Ένα πιάτο σιτάρι. Και το βάζαμε στην
μαξιλαροθήκη. Αυτό το σιτάρι που τελικά το κουβαλούσαμε στον ώμο, το πουλούσαμε
ή στον παντοπώλη του χωριού ή σε μια κυρία που το ήθελε για τις κότες της.-Εσείς οι δυο παρέα είστε;
-Ναι, είπαμε εμείς.
-Πάρτε μισή δραχμή.
Από τότε σε εκείνο το σπίτι πηγαίναμε χωριστά. Πρώτα ό ένας και μετά ο άλλος, που περίμενε στη γωνία. Και έτσι της παίρναμε δυο μισές δραχμές… Έτσι εσύ; Να κι εμείς.
Ξέραμε ποια κυρία ήταν η καλύτερη η πιο αξιαγάπητη η πιο ευγενική του χωριού.






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου