Σαν σήμερα
τότε στην εποχή της αθωότητας, παιδιά του Δημοτικού, με έναν συνομήλικο μου
ξάδερφο, λέγαμε τα κάλαντα σε όλο το χωριό. Κρατούσαμε και μια μαξιλαροθήκη γιατί
κάποιοι δεν έδιναν χρήματα, αλλά σιτάρι. Ένα πιάτο σιτάρι. Και το βάζαμε στην
μαξιλαροθήκη. Αυτό το σιτάρι που τελικά το κουβαλούσαμε στον ώμο, το πουλούσαμε
ή στον παντοπώλη του χωριού ή σε μια κυρία που το ήθελε για τις κότες της.
Μια
νοικοκυρά, αφού είπαμε τα κάλαντα, ρώτησε:
-Εσείς οι
δυο παρέα είστε;
-Ναι,
είπαμε εμείς.
-Πάρτε
μισή δραχμή.
Από τότε
σε εκείνο το σπίτι πηγαίναμε χωριστά. Πρώτα ό ένας και μετά ο άλλος, που
περίμενε στη γωνία. Και έτσι της παίρναμε
δυο μισές δραχμές… Έτσι εσύ; Να κι εμείς.
Με τα
κάλαντα ξέραμε σε ποια σπίτια έμεναν πολύ καλοί άνθρωποι και σε ποια, απλώς
καλοί…
Ξέραμε
ποια κυρία ήταν η καλύτερη η πιο αξιαγάπητη η πιο ευγενική του χωριού.
Αλλά υπήρχε
και ένα σπίτι που ποτέ δεν μας είχε ανοίξει την πόρτα. Ήταν μέσα αμπαρωμένοι και δεν άνοιγαν ποτέ… Πρέπει να είχαν κάποια μακρινή
συγγένεια με τον θείο Σκρούντζ που διαβάζαμε τότε.
Δεν
ξεχνούσαμε ποτέ την τσιγκουνιά τους και την ψεύτικη κουφαμάρα τους. Μια φορά
που περνούσαμε από το σπίτι τους, κάναμε μια αθώα ζαβολιά… Δεν μας ανακάλυψαν…
Αν
τυχόν και μας έπιαναν, θα τους λέγαμε επιτέλους μια φορά τα κάλαντα κι ας ήταν
και Αύγουστος…
Σείριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου