Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ ΤΥΑΝΕΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟΥ

Ο Απολλώνιος και ο Αυτοκράτορας Δομετιανός
Το έτος 81 μ.Χ. έγινε αυτοκράτορας της Ρώμης ο δεύτερος γιος του Βεσπασιανού ο Δομετιανός. Για μερικά χρόνια βασίλεψε καλά όπως ο αδελφός και ο πατέρας του. Μια συνωμοσία όμως κατά της ζωής του, έγινε αφορμή για να δείξει το απεχθές πρόσωπό του και να μεταμορφωθεί σε σκληρότατο, βάναυσο και ανελέητο τύραννο.
Ο Απολλώνιος, στρέφεται ανοικτά κατά του Δομετιανού για την τυραννία του, με αποτέλεσμα ο Δομετιανός να υποψιαστεί τους φίλους του Απολλώνιου, Όρφιτο, Ρούφο και Νέρβα, τους οποίους κατηγόρησε ως συνωμότες και τους εξόρισε από τη Ρώμη το έτος 92 μ.Χ.
Ο Απολλώνιος αλληλογραφούσε μαζί τους και ο Δομετιανός το έμαθε από τον Ευφράτη. Πληροφορήθηκε επίσης ότι κάποτε μιλούσε κοντά στον Μέλητα ποταμό της Σμύρνης και εκεί υπήρχε ένα χάλκινο άγαλμα του Δομετιανού προς το οποίο αφού έστρεψε την προσοχή του πλήθους είπε: «Ανόητε, πόσο μεγάλο λάθος κάνεις. Αυτόν που όρισαν οι μοίρες να βασιλεύσει μετά από σένα, και να τον σκοτώσεις, αυτός θα αναστηθεί».
Ο Απολλώνιος πρόβλεψε ότι είχε σταλεί εντολή από τη Ρώμη, προς τον κυβερνήτη της Ασίας να τον συλλάβει.
Αμέσως αναχώρησε για την Ελλάδα, και στην Κόρινθο επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Ιταλία. Μετά από ταξίδι πέντε ημερών έφθασε στη Δικαιαρχία που βρίσκεται στα βόρεια της Νεαπόλεως [Puteoli, ή Puzzuoli ή Πουτιόλοι στα Ελληνικά]. Εκεί συνάντησε τον πιο θαρραλέο φιλόσοφο και φίλο του Δημήτριο, που ήταν και σύμβουλος του Τίτο, ο οποίος τον ενημέρωσε για τις κατηγορίες που τον βαραίνουν και οι οποίες ήταν οι εξής:
Η πρώτη κατηγορία, για συνωμοσία κατά της αρχής με τον Νέρβα και τους γύρω από αυτόν.
Η δεύτερη κατηγορία, για μαγεία γιατί χάρη της μαντικής, δήθεν θυσίασε ένα παιδάκι για ασφαλή πρόγνωση.
Και τρίτη κατηγορία, για τα ρούχα του, τα μαλλιά του, για το φαγητό του δηλαδή το είδος των τροφών, για τη φιλοσοφία του, για τον τρόπο της ζωής του καθώς και για το γεγονός ότι μερικοί τον προσκυνούσαν για θεό.
Μετά την απαρίθμηση των κατηγοριών ο Δημήτριος συμβουλεύει τον Απολλώνιο να σωθεί φεύγοντας στην Αίγυπτο, ή τη Λιβύη ή τη Φοινίκη, τη Σαρδηνία ή την Κύπρο ή κάποιο άλλο νησί, και με τη γνώμη αυτή συμφώνησε και ο Δάμης. Ο Απολλώνιος αποκρούει ζωηρότατα την πρόταση του Δημητρίου, κατηγορεί αυτόν και τον Δάμη για δειλία και αναχωρεί για τη Ρώμη, για να παρουσιαστεί μόνος του στον Δομετιανό και να δικαστεί.
Ο Απολλώνιος στη φυλακή
Την εποχή αυτή ο Ύπατος Τελεσίνος, γνωστός σαν φίλος των φιλοσόφων, ήταν σε εξορία από την εποχή του Νέρωνα, αφού προτίμησε να εξοριστεί σαν φιλόσοφος παρά να μείνει σαν Ύπατος του Νέρωνα. Στη Θέση του Τελεσίνου βρισκόταν ο Ύπατος Αιλιανός, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Απολλώνιο με τον οποίον είχε κάποτε συναντηθεί στην Αίγυπτο. Ο Αιλιανός τον συνέλαβε και έδιωξε όλους τους παριστάμενους με το πρόσχημα ό,τι ήθελε ο ίδιος προσωπικά να κάνει απόρρητη ανάκριση στον Απολλώνιο.
«Εγώ, Απολλώνιε, ήμουν νεαρός την εποχή κατά την οποία ο πατέρας του βασιλιά επισκέφθηκε την Αίγυπτο, για να προσφέρει θυσίες και να ζητήσει τη συμβουλή σου. Ο βασιλιάς με είχε πάρει μαζί του σαν χιλίαρχο, επειδή ήμουν εμπειροπόλεμος, και συ έδειξες φιλικά αισθήματα απέναντι μου. Με ρωτούσες από που κατάγομαι, ποιο είναι το όνομα μου και ποιος είναι ο πατέρας μου. Μάλιστα προφήτεψες και το αξίωμα που έχω τώρα, το όποιο θεωρείται από τον κόσμο σαν το ανώτερο και υψηλότερο από όλα τα άλλα αξιώματα, που κατέχουν οι άνθρωποι. Όμως εμένα με κάνει δυστυχισμένο, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιφρουρώ μια άθλια τυραννίδα, την οποία αν προδώσω, φοβάμαι μήπως προκαλέσω την οργή των Θεών.»
Τον διαβεβαίωσε για τις καλές του προθέσεις και του σύστησε απόλυτη μυστικότητα, «Γιατί αν καταλάβει κάτι, ο Δομετιανός, δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας θα πεθάνει γρηγορότερα.» Του είπε πώς να προετοιμάσει την απολογία του χωρίς ειρωνείες προς τον Δομετιανό και διέταξε να τον φυλακίσουν μαζί με τον Δάμη στο ελεύθερο δεσμωτήριο.
Για τη γνωριμία του με τον Απολλώνιο ο Αιλιανός δεν ανάφερε τίποτε στον Δομετιανό και χωρίς να εκτίθεται φανερά, προστάτευε τον Έλληνα φιλόσοφο και επιθυμούσε τη διάσωσή του. 
Εν τω μεταξύ, πενήντα συγκρατούμενοι του για διάφορες αιτίες, που βρισκόταν στο δεσμωτήριο, άκουγαν τον Απολλώνιο με θαυμασμό να φιλοσοφεί, να τους διδάσκει και να τους παρηγορεί.
Στο δεσμωτήριο έφεραν και έναν φυλακισμένο που ήταν πληροφοριοδότης του βασιλιά. Ο Απολλώνιος το αντιλήφθηκε αμέσως και του είπε: «Εσύ φίλε μπορείς να λες ό,τι θέλεις για τον βασιλιά, εγώ δεν πρόκειται να σε καταγγείλω• εγώ θα κατακρίνω τον βασιλιά μπροστά του και θα τα πω στον ίδιο».
Η δίκη και το Θαύμα του δεσμωτηρίου
Ύστερα από πέντε μέρες κάλεσε τον Απολλώνιο ο Δομετιανός για την προκαταρκτική ανάκριση. Εκπλήσσεται μόλις τον βλέπει και, φώναξε στον 'Υπατο, «Αιλιανέ έναν δαίμονα [θεό] μου έφερες εδώ;».
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Απολλώνιος του είπε: 
- «Εγώ νόμιζα, βασιλιά, ότι η Αθηνά, όπως έκανε και για τον Διομήδη θα σου είχε αφαιρέσει την καταχνιά από τα μάτια σου, ώστε να διακρίνεις καθαρά και να μην συγχέεις τους απλούς άνδρες με τους θεούς».
- Σε σένα φιλόσοφε, από πότε καθαρίστηκε η καταχνιά αυτή;
- Προ πολλού, από όταν άρχισα να φιλοσοφώ.
- Πώς κάποιους άνδρες που είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί μου τους νόμισες για θεούς και τους λάτρευσες;
- Θα απολογηθώ και γι αυτούς, βασιλιά;
- Όχι για αυτούς, γιατί το έγκλημά τους αποδείχτηκε, αλλά εσύ θα μου πεις τι γνωρίζεις σχετικά;
- Τον Νέρβα, βασιλιά, τον θεωρώ σωφρονέστατο και πραότατο, που έχει φιλικά αισθήματα για σένα. Και τους συγκατηγορούμενους του, Ρούφο και 'Ορφιτο, τους θεωρώ καλούς ανθρώπους. Πιστεύω ότι δεν είναι ένοχοι.
- Ώστε εμένα, που είμαι πεπεισμένος για την ενοχή τους θα με πεις συκοφάντη ω! μιαρά κεφαλή; 
Εξοργισμένος ο βασιλιάς διέταξε να του κόψουν τα μαλλιά, να του ξυρίσουν τα γένια και να τον κλείσουν στο δεσμωτήριο των κακουργοτάτων.
Τότε ο Απολλώνιος του είπε: 
- «Δεν φανταζόμουνα, βασιλιά, ότι ο κίνδυνος πού διατρέχω είναι για τις τρίχες. Αν με θεωρείς μάγο, πως μπορείς να με φυλακίσεις; Αν πάλι με φυλακίσεις, πως θα ισχυριστείς ότι είμαι μάγος;»
- Δεν θα σε αφήσω ελεύθερο.
- Ούτε και εγώ θα το δεχόμουν, για να μη προδώσω ποτέ άνδρες, που διατρέχουν κίνδυνο χωρίς να δικαστούν, αλλά παραμένοντας αυτός που είμαι, θα αντέξω σε όλα όσα κάμνεις σε αυτό εδώ το κορμί, ώσπου να ολοκληρώσω την απολογία μου για τους άνδρες αυτούς.
- Και για σένα ποιος θα απολογηθεί;
- Ο χρόνος, και το πνεύμα των Θεών και το πάθος για τη σοφία, με την οποία συνυπάρχω.
Ο Απολλώνιος και ο Δάμης βρίσκονταν κλεισμένοι στο δεσμωτήριο, όταν μετά από δύο ημέρες ένας απεσταλμένος του Δομετιανού πηγαίνει στο δεσμωτήριο και ανοίγει συζήτηση, για να ακούσει παράπονα, διαμαρτυρίες ή βρισιές κατά του Δομετιανού. Ο Απολλώνιος αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και ο πληροφοριοδότης του βασιλιά έφυγε χωρίς να μπορέσει να συλλέξει πληροφορίες.
Μέσα στο δεσμωτήριο μιλάει με τον Δάμη ο οποίος έχει αρχίσει να φοβάται και ρωτά τον Απολλώνιο.
- «Τυανέα τι πρόκειται να μας συμβεί;»
Ο Απολλώνιος απάντησε.
- «Αυτό που έχουμε πάθει μέχρι αυτή τη στιγμή και τίποτε περισσότερο δεν θα πάθουμε».
- Πότε Θα ελευθερωθείς;
- Όσο εξαρτάται από αυτόν που με δίκασε θα ελευθερωθώ σήμερα, όσο εξαρτάται από μένα μπορώ να ελευθερωθώ και αυτή τη στιγμή.
Και λέγοντας αυτά έβγαλε τα δεσμά από τα πόδια και από τα χέρια του και του είπε: «επίδειξη της ελευθερίας μου σου κάνω και γι αυτό να έχεις θάρρος».
Τότε ο Δάμης, κατάλαβε ότι η πραγματική φύση του Απολλώνιου ήταν θεϊκή και ανώτερη από τη φύση του ανθρώπου. Ο Απολλώνιος έβαλε και πάλι τα δεσμά του.
Μετά από λίγη ώρα καθώς μιλούσαν, ήρθε ένας απεσταλμένος του βασιλιά και είπε:
- «Απολλώνιε, ο βασιλιάς μετά από υπόδειξη του Αιλιανού σε ελευθερώνει από τα δεσμά αυτά και σου επιτρέπει να πας στο ελεύθερο δεσμωτήριο μέχρι την ημέρα της δίκης που θα γίνει σε πέντε ημέρες» και έτσι επαληθεύτηκε, η πρόβλεψη που είχε κάνει ο Απολλώνιος ότι θα ελευθερωθεί την ίδια μέρα από τα δεσμά. Μετά από λίγο μεταφέρθηκε στο ελεύθερο δεσμωτήριο.
Οι φυλακισμένοι όταν τον είδαν τον περικύκλωσαν και έκαναν όπως κάνουν τα παιδιά που είχαν καιρό να δουν τον πατέρα τους που έλειπε μακριά τους.
Οι χριστιανοί εχθροί του Απολλώνιου, για να μειώσουν το ψυχικό σθένος του, τον συκοφαντούν ότι έγραψε ικετευτική επιστολή στον Δομετιανό από τη φυλακή και ο αυτοκράτορας τον ελευθέρωσε. Τα γεγονότα όμως διαψεύδουν τη συκοφαντία γιατί ποτέ δεν γράφηκε τέτοια επιστολή και ούτε υπάρχει κάποιο ιστορικό τεκμήριο, γιατί αν υπήρχε η εκκλησία θα το παρουσίαζε.
Την επομένη μέρα ο Απολλώνιος κάλεσε τον Δάμη και του είπε:
- «Η απολογία μου θα γίνει μετά τέσσαρες μέρες, εσύ φύγε και πήγαινε στη Δικαιαρχία και να βρεις τον Δημήτριο. Να κοιτάζετε προς την ακτή, γιατί θα έρθω κι εγώ εκεί. Να φύγεις με τα πόδια.»
- «Ζωντανό θα σε δω; ή κάπως αλλιώς;» ρώτησε ο Δάμης.
Ο Απολλώνιος γέλασε και είπε: 
- «Ζωντανό, όπως λέω εγώ και σύμφωνα με σένα αναστημένος».
Ο Δάμης έφυγε απρόθυμα. Ήλπιζε ότι δεν θα πεθάνει ο Απολλώνιος, αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι θα ζήσει.
Την τρίτη μέρα έφθασε στην Δικαιαρχία. Εκεί έμαθε για την κακοκαιρία, και το μπουρίνι που είχε ξεσπάσει στη θάλασσα, το οποίο άλλα πλοία τα βούλιαξε, και άλλα τα παρέσυρε προς τη Σικελία. Και τότε κατάλαβε για ποιό λόγο του είπε ο Απολλώνιος να πάει πεζός και όχι με πλοίο.
Τη μέρα της δίκης, ο Απολλώνιος οδηγήθηκε στο δικαστήριο για να δικαστεί από τον ίδιο τον Δομετιανό. Καθ' οδόν ρώτησε τον γραμματέα, που τον συνόδευε.
- Που πηγαίνουμε.
- Στο δικαστήριο.
- Σε ποιόν θα απολογηθώ;
- Στον κατήγορο σου, και θα σε δικάσει ο βασιλιάς.
- Και ποιος θα είναι ο κριτής ανάμεσα σε μένα και τον βασιλιά; Γιατί εγώ θα αποδείξω ότι αυτός αδικεί τη φιλοσοφία.
- Και τι σχέση έχει ο βασιλιάς με τη φιλοσοφία, ακόμη και αν συμβαίνει να την αδικεί;
- Η φιλοσοφία όμως, έχει μεγάλη σχέση με έναν βασιλιά, για να μπορεί αυτός να κυβερνάει σωστά.
Μόλις άρχισε η δίκη βασιλιάς τον ρώτησε.
- Τι σε έπεισε, Απολλώνιε, ώστε να φοράς διαφορετικά και αλλόκοτα ρούχα από όλους τους άλλους;
- Γιατί ή γη πού με τρέφει, η ίδια και με ντύνει, χωρίς να πειράζω τα κακόμοιρα τα ζώα.
- Για ποιο λόγο οι άνθρωποι σε αποκαλούν Θεό;.
- Γιατί κάθε άνθρωπος που πιστεύεται ότι είναι αγαθός, τιμάται σαν Θεός.
- Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη ή ποιος σου έβαλε την ιδέα και έκανες την πρόγνωση, ότι θα πέσει λοιμός στην 'Εφεσο;
- Επειδή, βασιλιά, χρησιμοποιώ τροφές ελαφρότερες από οποιονδήποτε άλλο, γι αυτό και πρώτος εγώ αντιλήφθηκα το κακό, αν όμως θέλεις μπορώ να σου απαριθμήσω και τις αιτίες πού προκαλούν τους λοιμούς. Η δίαιτα, που ακολουθώ βασιλιά, διατηρεί τις αισθήσεις μου μέσα σε ένα είδος απερίγραπτου αιθέρα και εμποδίζει την προσβολή τους από οτιδήποτε θολό και συγκεχυμένο και έτσι μου επιτρέπει να βλέπω καθαρά, όπως μέσα στη γυαλάδα ενός καθρέφτη, όλα όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν. Διότι ο σοφός δεν θα περιμένει βέβαια τη γη να ανεβάσει τις αναθυμιάσεις της ή την ατμόσφαιρα να μολυνθεί, στην περίπτωση που το κακό πέφτει από ψηλά, αλλά θα αντιληφθεί τα φαινόμενα αυτά και όταν ακόμη ετοιμάζονται να εφορμήσουν, όχι βέβαια τόσο σύντομα, όπως τα βλέπουν οι Θεοί, γρηγορότερα όμως από το πλήθος. Γιατί οι θεοί γνωρίζουν τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, οι άνθρωποι βλέπουν αυτά πού συμβαίνουν και οι σοφοί αντιλαμβάνονται εκείνα που πλησιάζουν. Αλλά θα ήθελα βασιλιά, να με ρωτήσεις ιδιαιτέρως για τις αιτίες των επιδημιών, δεδομένου ότι αυτές είναι μυστικά μιας σοφίας, πού δεν πρέπει να αποκαλύπτονται μπροστά στα πλήθη. Η δίαιτα του είδους αυτού έχει σαν αποτέλεσμα την οξυδέρκεια των αισθήσεων και τη δύναμη να αντιλαμβάνομαι σημαντικά φαινόμενα που πρόκειται να συμβούν. Μπορείς να εξακριβώσεις το νόημα αυτών πού λέγω από πολλά περιστατικά, ιδιαιτέρως όμως από αυτά που έγιναν στην Έφεσο με εκείνη την πανούκλα.
- Πες μου, βγαίνοντας από το σπίτι σου τη συγκεκριμένη ημέρα και πηγαίνοντας στην εξοχή, σε ποιόν θυσίασες εκείνο το παιδί;
- Μίλα καλά βασιλιά, γιατί αν βγήκα από το σπίτι, βρέθηκα στην εξοχή, εάν όμως το έκαμα αυτό, θυσίασα και αν θυσίασα, τότε έφαγα και το σφάγιο. Ας αποδείξουν, λοιπόν, τους ισχυρισμούς αυτούς οι αξιόπιστοι μάρτυρες σου. Ποιος θα μπορούσε να μου είναι συνήγορος κατά την απολογία μου; Διότι, αν καλούσα για υπερασπιστή μου τον Δία, κάτω από την προστασία τού οποίου έχω μάθει να ζω, θα έλεγαν ότι ασκώ μαγεία και ότι κατεβάζω τον ουρανό στη γη.
Γι αυτό θα απευθυνθώ για την υπόθεση αυτή σε έναν άνδρα, τον όποιο ο κόσμος θεωρεί ότι έχει πεθάνει, εγώ όμως το αρνούμαι. Ο άνδρας αυτός είναι ο δικός σου πατέρας, στον όποιο εγώ τόσο χρήσιμος υπήρξα, όσο εκείνος σε σένα. Αυτός βασιλιά Θα μου συμπαρασταθεί στην απολογία μου, επειδή εκείνος με γνωρίζει καλύτερα από εσένα. Κάποτε ήρθε στην Αίγυπτο, προτού ακόμη ανεβεί στον θρόνο, προκειμένου να προσφέρει θυσίες στους Αιγύπτιους θεούς και να συζητήσει μαζί με μένα περί της αυτοκρατορίας. Όταν με συνάντησε με μακριά μαλλιά και ντυμένο όπως είμαι τη στιγμή αυτή, δεν μου έκαμε την παραμικρή ερώτηση για το είδος τής ενδυμασίας μου, επειδή τα εύρισκε όλα σε μένα καθώς πρέπει. Ομολόγησε λοιπόν ότι είχε έλθει για να συναντήσει εμένα και αναχώρησε, αφού με επαίνεσε και μου είπε λόγια, πού δεν τα έχει πει σε κανέναν άλλον άνθρωπο, αλλά και εγώ δεν τα έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Εγώ τότε τον ενίσχυσα στις βλέψεις του για τον θρόνο, την ώρα πού κάποιοι άλλοι τον είχαν μεταπείσει, άνθρωποι όχι εχθρικοί ομολογώ, αν και τέτοιοι πρέπει να θεωρούνται, γιατί τον είχαν πείσει να μη δεχτεί την εξουσία έτσι απέκλειαν ταυτόχρονα κι εσένα να την παραλάβεις από αυτόν.
Ποιόν λοιπόν πλούτο βασιλιά, διαπίστωσες σε μένα και νομίζεις ότι επιδίδομαι στην ψευτοσοφία, και μάλιστα όταν ο δικός σου πατέρας με θεωρούσε ανώτερο χρημάτων; Και σαν απόδειξη για την αλήθεια των λόγων μου έχω εδώ την επιστολή ενός διάσημου και θεϊκού άνδρα, ο όποιος σε αυτή με επαινεί και για τις άλλες μου ιδιότητες, αλλά και για τη φτώχεια μου.
«Ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός προς τον Απολλώνιο τον φιλόσοφο στέλνει χαιρετισμούς. Εάν όλοι, Απολλώνιε, φιλοσοφούσαν σύμφωνα με το δικό σου πνεύμα, τότε η φιλοσοφία και η φτώχεια θα γνώριζαν εξαιρετική δόξα. Επειδή η φιλοσοφία θα ήταν αγνή και ανυστερόβουλη και η φτώχεια εθελοντική. Να είσαι καλά».
Αυτά ας αποτελέσουν καταθέσεις τού πατέρα σου προς υπεράσπιση μου, ο οποίος αποδίδει σε μένα την αγνή και ανυστερόβουλη φιλοσοφία και την εθελοντική φτώχεια. Στην Αίγυπτο, ο Ευφράτης και πολλοί από εκείνους πού διεκδικούν τη φιλοσοφία, προσερχόμενοι σε αυτόν, απροκάλυπτα του ζητούσαν χρήματα, ενώ εγώ όχι μόνο δεν πήγαινα κοντά του για χρήματα, αλλά και εκείνους πού ζητούσαν τους αποκήρυττα σαν αγύρτες. Επιπλέον εγώ είχα δείξει την περιφρόνηση μου προς τα χρήματα από τη νεανική μου ηλικία, διότι την πατρική κληρονομιά, πού ήταν πολύ μεγάλη περιουσία, την είδα για μία μόνον ήμερα και υστέρα την άφησα στον αδελφό μου, στους φίλους και στους φτωχούς συγγενείς.
Τα λόγια του Απολλώνιου προκάλεσαν επιδοκιμασίες μεγαλύτερες από ό,τι επιτρεπόταν σε βασιλικό δικαστήριο, και ο βασιλιάς επειδή νόμισε ότι το ακροατήριο συμπαραστέκεται στο σοφό και ότι ταπεινώθηκε από τις απαντήσεις, γιατί ήταν δυναμικές και λογικές, είπε:
- Σε απαλλάσσω από τις κατηγορίες. Θα περιμένεις όμως, γιατί θέλω να συζητήσω ιδιαιτέρως μαζί σου.
- Εσένα βασιλιά σε ευχαριστώ, εξ αιτίας όμως αυτών εδώ των αχρείων που με συκοφάντησαν έχουν καταστραφεί οι πόλεις, τα νησιά γέμισαν εξόριστους, η χώρα στενάζει, τα στρατεύματα έχουν κυριευθεί από δειλία και η σύγκλητος είναι γεμάτη καχυποψίες. Δώσε, αν θέλεις, και σε μένα την ευκαιρία να μιλήσω, αλλιώς στείλε με σε εκείνον, που θα μου πάρει το σώμα, γιατί την ψυχή μου δεν μπορείς να μου την πάρεις. Μάλλον όμως ούτε και το σώμα μου μπορείς να το πάρεις, γιατί δεν μπορείς να με σκοτώσεις, γιατί εγώ δεν είμαι θνητός.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε σαν από θαύμα από το δικαστήριο, διευθετώντας έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το παρόν περιστατικό, μιας και ο τύραννος ήταν διατεθειμένος να μην τον ρωτήσει με ειλικρίνεια σχετικά με την υπόθεση, αλλά για κάθε είδους άσχετα ζητήματα. Θα το είχε για καύχημα το ότι δεν σκότωσε τον Απολλώνιο, αλλά και ο Απολλώνιος δεν ήθελε να συζητήσει μαζί του.
Ήθελε να αποφύγει κάθε συζήτηση, αλλά και δεν ήθελε να αφήσει καμιά αμφιβολία για την πραγματική του φύση και να γίνει γνωστό ότι ήταν τέτοιος, που δεν μπορούσε κανένας να τον συλλάβει παρά τη θέληση του.
Αυτά είναι τα γεγονότα τα σχετικά με τη δίκη αυτή. 
Αφού όμως έφυγε από το δικαστήριο ο Απολλώνιος με τρόπο θεϊκό και ανεξήγητο, ο τύραννος δεν αντέδρασε, όπως περίμενε το πλήθος. 'Όλοι περίμεναν να ξεσπάσει σε φοβερές κραυγές, να διατάξει την καταδίωξη του και να τον επικηρύξει σε ολόκληρη την επικράτεια. Ο βασιλιάς όμως δεν έκαμνε τίποτε από όλα αυτά, σαν να πήγαινε αντίθετα με τις προσδοκίες των ανθρώπων ή σαν να κατάλαβε ότι δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις του εναντίον του Απολλώνιου. Συγκλονίστηκε παρά πολύ.
Το αφύσικο αυτό γεγονός προκάλεσε ταραχή και αμηχανία στον βασιλιά ο οποίος δεν αντέδρασε καθόλου.
Ο Απολλώνιος έφυγε από το δικαστήριο πριν από το μεσημέρι και το δειλινό εμφανίστηκε στη Δικαιαρχία μπροστά στον Δημήτριο και τον Δάμη που τον περίμεναν. Ο Δάμης είχε φθάσει την προηγουμένη μέρα και είχε μιλήσει στον Δημήτριο για τα όσα είχαν προηγηθεί της δίκης. Την επομένη ήμερα όμως ξανασυζητούσαν για τα ίδια πράγματα, καθώς περιφέρονταν κοντά στη θάλασσα- είχαν σχεδόν χάσει τις ελπίδες τους, ότι ο δάσκαλος θα έλθει.
Επειδή όμως κουράστηκαν, κάθισαν μπροστά στη σπηλιά των Νυμφών και συζητούσαν, χωρίς να δίνουν μεγάλη σημασία στη συζήτηση, εξ αιτίας της στενοχώριας τους για τον φιλόσοφο, και επανέφεραν τον λόγο στα προ της δίκης περιστατικά.
Την ώρα που θρηνολογούσε ο Δάμης και έλεγε «Άραγε θα δούμε ποτέ θεοί, τον καλό και αγαθό σύντροφο;» τον άκουσε ο Απολλώνιος, διότι είχε έλθει και στεκόταν ήδη κοντά στη σπηλιά, και είπε:
- «Θα τον δείτε, και μάλλον τον έχετε δει».
- «Ζωντανό;» ρώτησε ο Δημήτριος «γιατί αν τον δούμε πεθαμένο, δεν θα παύσουμε ποτέ να κλαίμε για σένα».
Τότε ο Απολλώνιος άπλωσε το χέρι και είπε:
- «Πιάσε με, και αν σου ξεγλιστρήσω, τότε είμαι φάντασμα, που έχει έλθει από το βασίλειο της Περσεφόνης, σαν εκείνα, που παρουσιάζουν οι Θεοί προς αυτούς, οι όποιοι έχουν καταβληθεί από το πένθος. Αν όμως παραμείνω, όταν με πιάσεις, τότε να πείσεις και τον Δάμη ότι ζω και δεν έχω εγκαταλείψει το σώμα μου».
Ύστερα από αυτά δεν μπορούσαν πλέον να δυσπιστούν, αλλά αφού σηκώθηκαν όρθιοι, κρεμάστηκαν επάνω στον άνδρα και τον φιλούσαν, ενώ συνάμα τον ρωτούσαν για την απολογία.
Ο Απολλώνιος είπε: «Έχω απολογηθεί, άνδρες και έχω κερδίσει τη δίκη. Η απολογία μου έγινε σήμερα το πρωί, λίγες ώρες πριν», γιατί είχε προχωρήσει η μέρα προς το μεσημέρι.
Ρώτησε ο Δημήτριος: «Πώς λοιπόν διήνυσες τόσο μακρινό δρόμο σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα της ημέρας;»
Και ο Απολλώνιος απάντησε: «Τα πάντα μπορείς να υποθέσεις με το μυαλό σου, εκτός από την πτήση κριαριού και πτήση με φτερά κολλημένα με κερί, αποδίδοντας σε κάποιον Θεό τη μεσολάβηση αυτή».
Η Δικαιαρχία απέχει της Ρώμης 200 χιλιόμετρα περίπου, και τα ταχύτερα μέσα της εποχής ήταν τα άλογα για τους πλουσίους και για τους φτωχούς τα πόδια τους.
ΠΗΓΗ: Γεράσιμος Καλογεράκης “Απολλώνιος Τυανεύς, Θεός στη Γη”, σελ. 76 – 90, εκδ. Δίον
(σ.σ.: Περισσότερα για τον Απολλώνιο Τυανέα, πληκτρολογήστε ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ στην εφαρμογή, Αναζήτηση στο ιστολόγιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου