Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ (#3)

 Peter Brown, Από το βιβλίο του Ο Κόσμος Της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ.

[ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΑ 1998, σελ. 76-86]

Η υπηρεσία που προσέφερε ο Πλωτίνος στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του ήταν ότι υπογράμμισε το σύνδεσμο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, -ανάμεσα σ’ έναν άρρητο εσωτερικό κόσμο και τη συγκροτημένη έκφρασή του στον εξωτερικό κόσμο-, καθώς επίσης και τη δυνατότητα των φυσικών πραγμάτων να φορτιστούν με νόημα από την ψυχή.

Δύο χριστιανοί των οποίων η σκέψη κυριάρχησε στο Μεσαίωνα, ο άγιος Αυγουστίνος στη Δύση και ο άγνωστος συγγραφέας του έργου Ουράνιες ιεραρχίες (μετέπειτα γνωστός ως «Ψευδο-Διονύσιος») που έγραφε στην Ανατολή γύρω στο 500, οφείλουν εξίσου πολλά στην ισορροπία που υποστήριξε με πάθος ο Πλωτίνος.

Για έναν πλατωνιστή, η σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή ήταν μια μικρογραφία του δύσκολου προβλήματος της σχέσης του Θεού με το σύμπαν. Η απάντηση του Πλωτίνου είναι χαρακτηριστική. Αποφάνθηκε πως το να έχει κανείς σώμα δεν ήταν μεγαλύτερη «αμαρτία» από το να δημιουργεί σκιά. Πράγματι, το σώμα ήταν ένα όμορφο όργανο μέσα από το οποίο αναζητούσε έκφραση η ψυχή: ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει και να γυμνάζει το σώμα του, όπως ο μουσικός κρατάει τη λύρα του κουρδισμένη. Πρόκειται για ένα λεπτό, ευαίσθητο ιδεώδες, κάθε άλλο παρά ασκητικό. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Πλωτίνος αν στραφούμε προς την τέχνη που υποστήριζε η γενιά των ακροατών του. Η τέχνη αυτή δεν είναι του «άλλου κόσμου»· είναι του «ένδον κόσμου».

Χωρίς να εγκαταλείπεται η χάρη και η ατομικότητα του σώματος, εκείνο που τονίζεται στα πορτραίτα της ύστερης αυτοκρατορίας είναι οι θύρες μέσω των οποίων περνάει κανείς κατευθείαν από το σώμα στο πνεύμα του ανθρώπου. Η έμφαση βρίσκεται στα μάτια. Μας καθηλώνουν με το βλέμμα τους αποκαλύπτοντας μια εσωτερική ζωή κρυμμένη σ’ ένα φορτισμένο σύννεφο σάρκας. Η ύστερη αρχαιότητα είναι μια εποχή συναρπαστικών πορτραίτων.

Δεν είναι περίεργο ότι εκείνος που μας έδωσε την πρώτη και μία από τις σημαντικότερες «αυτοπροσωπογραφίες» είναι ένας άνθρωπος αυτής της εποχής: στις αυτοβιογραφικές Εξομολογήσεις (Confessίones) του Αγίου Αυγουστίνου, που γράφηκαν το 397, ο πιο ιδιοφυής Λατίνος αναγνώστης του Πλωτίνου μεταστοιχείωσε το απρόσωπο πνευματικό πάθος του παλαιού διδασκάλου στην πρώτη αληθινή «αυτοπροσωπογραφία» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Ο Πλωτίνος και ο Αυγουστίνος αντιπροσωπεύουν ένα από τα ρεύματα της πλατωνικής αναβίωσης στην ύστερη αρχαιότητα – εκείνο που πλησιάζει περισσότερο τον νεότερο άνθρωπο. Όμως για τους συγχρόνους τους, και για τον κόσμο ως τον 17ο αιώνα, ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό του πλατωνισμού ήταν η στάση του σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Στα γραπτά των «Ελλήνων», οι άνθρωποι ξανάβρισκαν τη χαμένη αίσθηση οικειότητας με τον κόσμο που τους περιέβαλλε.

Οι μαύρες εικασίες των γνωστικών, ο χριστιανικός μονοθεϊσμός και ο ύστερος χριστιανικός ασκητισμός απειλούσαν τον άνθρωπο με τη μοναξιά ενός κόσμου στερημένου νοήματος.

Για τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, ο κόσμος ήταν, ομολογουμένως, μυστηριώδης. Ατένιζαν την ομορφιά του με σκέψεις θλιβερές, σαν το τελευταίο, εύθραυστο φως ενός ήλιου που έχει δύσει προ πολλού. Αλλά αυτός ο κόσμος, αν και μυστηριώδης, ήταν γεμάτος νόημα: ήταν ένα σημάδι από τον Θεό. Τους κληρονομημένους μύθους μπορούσαν οι φιλόσοφοι να τους δεχτούν σαν σημάδια (σαν να είχαν κληρονομήσει οι σημερινοί πυρηνικοί φυσικοί από το παρελθόν – αντί να τα φτιάξουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους- τα απλοϊκά δισδιάστατα σκίτσα της τροχιάς των νετρονίων και των πρωτονίων που, για τον απλό άνθρωπο, συνοψίζουν καίριες αλήθειες για τον φυσικό κόσμο).

Απέναντι στην κενότητα της «πνευματικής λατρείας» των χριστιανών μέσα στις κρύες βασιλικές τους, οι παγανιστές φιλόσοφοι αντιπαρέθεταν την «ψυχική φόρτιση» της παραδοσιακής θυσίας, όπου ο καιόμενος βωμός μετέτρεπε το θυσιαστικό αφιέρωμα σε μια απλή, διάφανη, υψούμενη φλόγα.

Η λαχτάρα για οικειότητα μέσα σε ένα αχανές σύμπαν εκφράζεται με την επανάληψη των όρων που χρησιμοποίησαν οι νεοπλατωνικοί για να αποδώσουν τη συγγένεια του Ενός Θεού με τις άπειρες εκφάνσεις του ορατού κόσμου: υπογράμμιζαν την «αλυσίδα» των όντων, τη «συνύφανση», την «ανάμιξη» που συνέδεαν τον άνθρωπο με την Επιβλητική πηγή του. Όλα τα πλάσματα ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το αόρατο κέντρο, όπως τα άνθη του λωτού ανοίγουν τα πέταλά τους στον ήλιο που ανεβαίνει στο στερέωμα.

Κατά τον 4ο αιώνα τέτοιες ιδέες θεωρούνταν το πιο υψηλό επίτευγμα και η μόνη ελπίδα όλων των πολιτισμένων στοχαστών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τις συμμερίζονταν και οι χριστιανοί στο βαθμό που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτισμένους. Στη Δύση, όπου η πνευματική ζωή ήταν σπασμωδική και στερημένη από τα γερά στηρίγματα ενός παγανιστικού πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, οι χριστιανοί στοχαστές έγιναν οι σχεδόν αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι του Πλωτίνου: χριστιανοί, όπως ο Μάριος Βικτωρίνος στα μέσα του 4ου αιώνα, ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, και αργότερα ο Βοήθιος (περ. 480-524), αποτέλεσαν τις γέφυρες ανάμεσα στην Ελληνική Φιλοσοφία και τον λατινικό Μεσαίωνα. Ακόμα και στην Ανατολή, παγανιστές δάσκαλοι προσέφεραν απλόχερα τις γνώσεις τους τόσο σε χριστιανούς όσο και στους δικούς τους: μια τυπική ήρεμη μετάβαση από τα διδασκαλεία των φιλοσόφων στη θέση του επισκόπου βρίσκουμε στην περίπτωση του Συνεσίου, επισκόπου Πτολεμαίδος από το 410 έως το 414. Ο Συνέσιος μπορούσε να παραμένει φίλος μιας επιφανούς εθνικής φιλοσόφου, της Υπατίας από την Αλεξάνδρεια. Έγινε επίσκοπος το 410 υπό τον όρο ότι, ενώ στην εκκλησία θα «μιλούσε με μύθους», κατ’ ιδίαν θα μπορούσε «να στοχάζεται ως φιλόσοφος».

Αυτό ακριβώς το στοιχείο του αναβιωμένου πλατωνισμού, που έσωσε τους ανθρώπους από την ερημία και την απουσία νοήματος στη σχέση τους με τον ορατό κόσμο, κληρονόμησαν οι χριστιανοί από τους εθνικούς δασκάλους τους. Ο κόσμος που τον 2ο και τον 3ο αιώνα παραλίγο να χλομιάσει από τις μονότονες εκκλήσεις των χριστιανών Απολογητών για τη λατρεία ενός μισοαγνώστου υψίστου Θεού, πνίγηκε και πάλι στο χρώμα. Ο Αυγουστίνος απελευθερώθηκε από το μανιχαισμό, ένα γνωστικό δόγμα παρόμοιο με εκείνα με τα οποία ο Πλωτίνος είχε αρχίσει την πνευματική του οδύσσεια, αφού διάβασε το Περί του καλού (= περί του ωραίου) του τελευταίου. Έλληνες θεολόγοι συζητούσαν το ρόλο και τη φύση του Χριστού όπως Εκείνος εμφανίστηκε στους ανθρώπους με φόντο την πλατωνική σκέψη για τη σχέση του Θεού με τον ορατό κόσμο. Η «συνύφανση» του ανθρώπινου και του θείου μέσα από ορατά σύμβολα που τόσο γοήτευε τον Ιάμβλιχο, είναι επίσης ένα από τα βασικά θέματα που απασχολούν τον νεότερό του άγιο Αθανάσιο όταν γράφει για τη Σάρκωση του Χριστού. Ο απόηχος μιας υποβλητικής θείας ομορφιάς που είχε καταστεί ορατή μέσω της υλικής απεικόνισης των παγανιστικών θεών, συναντιέται αργότερα με την ίδια δύναμη στη χριστιανική εικόνα. Οι ζωγραφιές που καλύπτουν τους τοίχους μιας βυζαντινής εκκλησίας: οι άγιοι άνθρωποι που κοιτάζουν τον πιστό στα μάτια κάτω από σκηνές του βίου του σαρκωθέντος Χριστού· οι ψηλοί Αρχάγγελοι που συνδέσουν τον Χριστό Βασιλέα του Ορατού Σύμπαντος, το απόμακρο πρόσωπο του οποίου χάνεται στο χρυσό του υψηλότερου θόλου, με τις σκηνές που γλιστρούν χαμηλά στους τοίχους για να αναμιχθούν με το πλήθος των πιστών όλη αυτή η σύνθεση με τις μορφές που ανεβαίνουν προς τον ουρανό προκαλεί μια αίσθηση δέους για έναν αόρατο κόσμο που έγινε ορατός μέσω της τέχνης μεταδίδει, σε ψυχές παγιδευμένες μέσα σε σώματα, την ίδια συγκίνηση που κατέκλυσε κάποτε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό όταν στάθηκε μπροστά στο βωμό των θεών του.

Αυτή η αίσθηση της προσωπικής και άυλης παρουσίας του αοράτου παρηγορούσε τους τελευταίους εθνικούς.

(Η Συνέχεια και το τέλος στο Τέταρτο Μέρος)

Peter Brown - Από το βιβλίο του Ο Κόσμος Της Ύστερης Αρχαιότητας 

Μετάφραση ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ

 Πηγή: https://ekivolosblog.wordpress.com

Δεύτερο Μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου