Τόσοι και τέτοιοι είναι οι θρόνοι και οι δυναστείες των προλήψεων. Και γ’ αυτό ο άξιος δάσκαλος και ο δίκαιος που κάνει άξια και δίκαια τη δουλειά του τη μέρα χτίζει και τη νύχτα γκρεμίζει. Από δω, δηλαδή, ξεχερσώνει την ψευτιά και τις προλήψεις και από κει σπέρνει καθαρό το χωράφι του παιδιού με το φως των γνώσεων.
Δάσκαλος
που αγνοεί το πρώτο μισό, το χρέος δηλαδή
του χαλαστή, δε μορφώνει ανθρώπους. Απλά
γιατροπορεύει άρρωστους…
Όμως το
φως δεν το αντέχει ο μισότυφλος. Θυμηθείτε
τους πεδουκλωμένους στην παραβολή της
Σπηλιάς του Πλάτωνα. Όταν ο φωτισμένος
οδηγητής τους βγάζει από τα σκότη και
ζητεί να τους ξαναφέρει εμπροστά στον
ήλιο, πονούν τα μάτια τους, φεύγουν το
φως, και ξαναγυρίζουν στα σκοτάδια
τους…
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια
εικόνα και ποια ιδέα ανθρώπου είχε στο
μυαλό του ο Βάρναλης, όταν σκάρωσε το
Πρωτοχρονιάτικο. Ακούστε βροντές και
αστροπελέκια που είναι δυνατότερα από
τα κανόνια του Ναπολέοντα…
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
«Σαράντα
σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες
μπούκλες,
σκεμπέδες σταυροδόλωτοι
και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι,
ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι,
ντυμένοι
στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα
λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαρά η
καμοπάνα),
καθένας γουρουνόπουλο,
καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι
βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες
ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Όξ’
ο κοσμάκης φώναζε:
– Πεινάμε τέτοιες
μέρες, γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια
και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών
σφιχτοί νοικοκυρέοι,
ανοίξαν τα
παράθυρα και κράξαν:
– Είστε
αθέοι».
Άθεοι είναι οι γερόντοι και οι γερόντισσες που ζητούνε ψωμί. Αλλά και τον Δελμούζο τον άθεο, κοντά στα άλλα εκείνος ο μαύρος δεσπότης τον κατηγόρησε ότι ξεσήκωνε τους φτωχούς ενάντια στους πλούσιους. Εκεί ήταν ο κόμπος.
Ο καλόγερος μαμελούκος, όσο αμβλύνους και να ‘τανε, την αλήθεια την οσμιζότανε κάπου στον αέρα. Ότι, δηλαδή, το να ξεριζώνεις τις προλήψεις από τα παιδιά είναι όμοιο με το να φέρνεις στις κοινωνίες τη δικαιοσύνη και την τάξη…
Η ιστορία του Έλληνα δάσκαλου έχει τη δική της Ιερή Εξέταση, και τις Επιτροπείες της. Είναι αυτές που έκαιγαν βιβλία και ανθρώπους. Η φάρα του Εξαρχόπουλου, του Σκιά, του Μεγαρέα, του Οικονόμου, του Κουκουλέ, του Καλλιάφα. Και των άλλων με τη μίζερη βολή και την τετραπέρατη μυωπία. Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος μίλησε για δυσώδη εγωισμό και ταπεινά νιτερέσα.
Αντικρύ
στους αετούς και τα ύψη χαμοπετάνε και
πηδοκοπούν ετούτοι οι κόρακες και οι
γύπες. Τη θανάσιμη αλλά και ηρωϊκή
αντιπαράθεση την έχει παραστήσει ο
Πίνδαρος από τον παλαιό καιρό:
«Κόρακες,
με ακράτητη γλώσσα ανόητα
γαυριούν,
παραβγαίνοντας τον αετό,
το θεϊκό όρνιο του Δία».
Από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη «Τα Ελληνικά»
https://www.thessalonikiartsandculture.gr/
-----------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου