Ο Στρατηλάτης βασιλιάς Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο του βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι -ήδη από τις 23 Ιουνίου- στη Δοϊράνη. Στις 28 Ιουνίου 1913, πληροφορήθηκαν τηλεγραφικώς την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την πόλη των Σερρών.
«Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα ιππικού και πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου 1913). Αφού έπεσαν μερικές βόμβες σε διάφορα σημεία της πόλης το πεζικό μπήκε στην πόλη. Σφάξανε πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαγιάς είναι πολυάριθμα. Δύο χιλιάδες περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας. Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου, τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς και βρέθηκα με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»
«Πριν βάλουνε φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγιζαν ούτε τους ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών, Αυστριακού υπηκόου που κατοκούσε στο σπίτι του αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του καπνεμπορικού καταστήματος ‘Κομέρσιαλ’-οίκου αγγλικού, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε αυστριακό, οι καπναποθήκες ‘Αμέρικαν-Ταμπάκο’ και ‘Έρζοκ’, αυστριακού, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, Κιαζημμεμίν, Ιταλού, Χασίζ Σαούρτα, Ισπανού. Επίσης κάηκαν η τράπεζα Αθηνών και Ανατολής, τα σπίτια Κ. Μαρούλη, Γερμανού υπηκόου.»
Την ίδια μέρα το απόγευμα μπήκε στις Σέρρες η 7η Μεραρχία υπό του Μεράρχου Σωτήλη.
Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
«Η πόλη Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.»
Στις 6 Ιουλίου 1913 κατόπιν εντολής του φρουράρχου Μαζαράκη άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων από το κέντρο της πόλης. Όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής πιστοποιήθηκαν ότι κάηκαν αρκετοί κάτοικοι αφού πρώτα είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28 μεταξύ αυτών ήταν και ο αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.
Σημειώνεται μάλιστα πως οι συνοικίες που κάηκαν ολοσχερώς ήταν : Αγίων Παντελήμονος, Ελεούσης, Βλασίου, Ταξιαρχών, Αποστόλων, Αθανασίου, Νικολάου, Παρασκευής, Βλαχερνών, Γεωργίου, Βαρβάρας, Άντωνίου, Αναργύρων, Ευαγγελιστρίας και Φωτεινής. Από τους 23 ναούς διασώθηκαν μόνον τρεις και όλα τα χωριά κάηκαν. Όλη η αγορά κάηκε εκτός ενός μικρού τμήματος που κατασβήστηκε. Αλλά και στην Εβραϊκή συνοικία καήκαν 115 περίπου οικίες. Η εβραϊκή σχολή και η συναγωγή ανατινάχτηκαν με δυναμίτη. Από τις τουρκικές οικίες μόνον δύο κάηκαν.
Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι καταχωρημένο στην εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 5ης Ιουλίου 1913. Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως έγινε εκδήλωση στο τζαμί Εσκή, όπου είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης αποδόθηκε πάλι στους μουσουλμάνους, όπου έγινε ειδική εκδήλωση για το σκοπό αυτόν. Στην εκδήλωση παρεβρίσκονταν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι πολεμικοί ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν ο δήμαρχος των Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι.
«Εν ονόματι της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»
Όπως πληροφορούμαστε η αποστολή ρουχισμού και τροφίμων από τον πιο πάνω σύλλογο ήταν άμεση.
1 σχόλιο:
Συνταρακτικό! Ο πόλεμος είναι σκληρός αλλά εδώ φαίνεται καθαρά η απανθρωπιά των εχθρών μας, το μίσος τους και η απληστία τους και η μεγαλοσύνη της ελληνικής ψυχής.
Α.
Δημοσίευση σχολίου