Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΑ ΚΥΜΑΤΑ

Σαν πρώην εραστής του ραδιοφώνου, και των πειρατικών εκπομπών, έχω ιδίαν άποψη να καταθέσω επί του θέματος, ειδικά όσον αφορά τη περίοδο αρχές της δεκαετίας του ‘80.
Η κύρια συχνότητα του ερασιτέχνη, ήταν περίπου στους 1600 χιλιοκύκλους στα μεσαία κύματα.
Είχαμε μιά λατρεία σε αυτό που κάναμε, και ένα αλτρουισμό στο να θέλουμε να ψυχαγωγήσουμε τον κόσμο!
Οι περισσότεροι, τους σταθμούς μας τους είχαμε φτιάξει μόνοι μας, με δικά μας χρήματα.
Η λυχνία των μεσαίων κυμάτων, μας έβγαζε μια αόρατη «γλύκα» και αυτό, λόγω της μαγείας της να «μεταμορφώνεται», να γίνεται δηλαδή, η ίδια λυχνία, πότε ενισχύτρια λάμπα, στούς ενισχυτές σε διάταξη Α, και πότε η ίδια πάλι λάμπα, να γίνεται λάμπα εκπομπής σε διάταξη Γ’, και να δημιουργεί ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
Οι σταθμοί στα μεσαία κύματα, μπορεί να μήν κόστιζαν μια περιουσία, όπως αργότερα στα FM, αλλά όσο και να πείς ο ραδιοφωνικός σταθμός, με τον εξοπλισμό του σύν τα έξοδα συντήρησης του, ερχόταν δεύτερος σε ακριβό χόμπυ της εποχής, μετά το χόμπυ τών αερομοντελιστών!
Αγωνία, λαχτάρα και πάθος, να κολλάς με το κολλητήρι σου τα εξαρτήματα στο σασί, αντιστάσεις πυκνωτές, διόδους, και να στερεώνεις πάνω μετασχηματιστές, πηνία και βάσεις λυχνιών, και να αναμένεις το τελικό αποτέλεσμα.
Εξαρτήματα αγοράζαμε από το Μοναστηράκι καινούρια ή μεταχειρισμένα, ή ανταλλάσαμε μεταξύ μας οι ερασιτέχνες.
Και άντε και το έφτιαξες το μηχάνημα, είναι σίγουρο ότι θα δουλέψει σωστά;
Και αφού το καταφέρεις να σου δουλέψει σωστά, άντε να βγεις στη ταράτσα να απλώσεις μια σωστή κεραία!
Με ένα ειδικό χάλκινο σύρμα εμαγιέ (σ.σ. εναμισάρι κατά προτίμηση χρώματος γκρι να μην είναι τόσο ευδιάκριτο στον αέρα) ανά χείρας, τυλιγμένο στη καλούμπα όπως του χαρταετού, θα χρειαστεί να την απλώσεις ψηλά και όσο μπορείς περισσότερα μέτρα.
Για το άπλωμα της κεραίας, ένας ήταν ο τρόπος, γνωστός τοις πόσοι στον κύκλο των ραδιοπειρατών!
Το σύστημα «πατάτα»!
Έδενες την άκρη του σύρματος σε μια πατάτα, και την πετούσες μακριά, ή σε ένα δέντρο ψηλό, ή σε μια πιο ψηλή ταράτσα και αφού σκάλωνε κάπου, μετά από μερικές προσπάθειες, την έδενες και σε ένα στύλο στη δικιά σου ταράτσα.
Στη συνέχεια την τέντωνες, και μέσω ενός πορσελάνινου μονωτήρα, (που αν δεν είχες έβαζες μια κασέτα), (σ.σ. ή ένα άδειο καρούλι από κλωστή ραψίματος στον ρόλο του μονωτήρα) κατέβαζες την κάθοδο σου στην έξοδο του μηχανήματος.
Όλα στις εκπομπές μας, διέπονταν από ένα πέπλο αόριστου και αγνώστου. Ψευδώνυμο είχε ο εκφωνητής, γενικόλογες και οι αφιερώσεις, πάντα με τα μικρά ονόματα! «Ο Γιάννης στη Μαρία, Ο Κώστας στη Γεωργία»!
Πρίν από τη κάθε εκπομπή, γινόταν απαραίτητα ένας συντονισμός, με τη βοήθεια άλλων ερασιτεχνών, για να ξέρει ο εκφωνητής ότι βγαίνει καλά.
Σαν σημείο αναφοράς είχαμε ως μονάδα σύγκρισης συνήθως ένα κρατικό σταθμό, το Β΄ πρόγραμμα, ή τοπικούς ξένους σταθμούς, όπως ο Αμερικάνικος σταθμός Γλυφάδας, Νέας Μάκρης κ.α.
Αν ο εκφωνητής είχε το ταπεραμέντο να βάζει συναίσθημα στη φωνή του, να βάζει σωστούς δίσκους, και να κάνει καλό πρόγραμμα, τότε είχε μεγάλο και φανατικό κοινό, κυρίως γυναικείο!
Πολλά κορίτσια ερωτευόταν παράφορα τόν εκφωνητή, τον οποίο ήθελαν διακαώς να γνωρίσουν και από κοντά!
Αν είχες και τηλέφωνο στο σπίτι, ε τότε ήταν πού γινόταν πανδαιμόνιο!
Ήταν πραγματικά όλα μια αληθινή μαγεία, που δεν περιγράφεται με λόγια!
Καί κατασκευαστικά είχε μαγεία ένας πομπός, αλλά και η παρουσίαση της εκπομπή επίσης!
Για τον ερασιτέχνη που έκανε βόλτες στη περιοχή, και άκουγε σε σπίτια πολλά ραδιόφωνα να παίζουν το δικό του σταθμό, αυτό δεν ξεπληρωνόταν με τίποτα
Έβλεπε παράδειγμα σε βόλτα στη γειτονιά το παιδί του σταθμού μια κοπελίτσα να κάθεται σε μιά πράσινη αυλόπορτα, να κρατά ένα ράδιο στο αυτί της, και να ακούει το σταθμό, μόλις πήγαινε στο σπίτι, είχε έτοιμη την αφιέρωση!
«Αφιερώνεται το επόμενο τραγούδι, στην όμορφη μελαχρινή που κάθεται στή πράσινη αυλόπορτα, και έχει στο αυτί της το ραδιόφωνο και μας ακούει!»
Τέτοιες πολλές όμορφες αναμνήσεις έχουν να θυμούνται οι παλιοί ερασιτέχνες.
Και βέβαια δεν έλειπαν και τα κορίτσια ερασιτέχνες. Εκεί φυσικά ο ανδρικός πληθυσμός πάθαινε τη πλάκα του, γιατί ως γυναίκες είχαν πιό αισθησιακή φωνή, στίς εκπομπές τους και είχαν φοβερή απήχηση!
Κάθε νύχτα αργά, γινόταν τα γνωστά πηγαδάκια, μεταξύ ερασιτεχνών.
Μιά έπαιρνε το μικρόφωνο ο ένας μιά ο άλλος, και ρωτούσαν πως ακούγεται ο σταθμός στήν περιοχή τους.
Επίσης κατέθετε κάθε ένας την εμπειρία του, από τις πατέντες που ο ίδιος έκανε.
Πολλές φορές κάποιοι, είχαν συνδεθεί και σε απ’ ευθείας ανοιχτή ακρόαση.
Οι περισσότεροι σταθμοί, ήταν μέτριας εμβέλειας, με δύο απλές λυχνίες 807, οι οποίες έστελναν σήμα μονάχα σε δυο τρείς συνοικίες.
Όσοι είχαν μεγαλύτερες λυχνίες στην έξοδο, τις 813, η μπέμπηδες όπως τις λέγαμε, είχαν σαφώς καλύτερα αποτελέσματα με μια μεγάλη κεραία.
Πολλές φορές τα μεσάνυχτα πού ήταν ησυχία, πολλοί «πείραζαν» το δέκτη του ραδιοφώνου, και ολίσθυνε στούς 1800 χιλιοκύκλους, ιδανική συχνότητα για συνομιλίες.
Αυτό λεγόταν «βραχίωση του δέκτη» του ραδιοφώνου, γιατι έτσι υπήρχε η δυνατότητα συνομιλίας με μακρινούς σταθμούς, άλλων νομών της Ελλάδος.
Εδώ με τα μεσαία κύματα ίσχυε το εξής.
Για να βγεί κάποιος χαμηλά, δηλαδή κάτω από 1000 χιλιοκύκλους, χρειαζόταν πολύ δυνατό μηχάνημα, και πολύ μακριά κεραία, τουλάχιστον εκατό μέτρα!
Αλλά και πάλι δεν μπορούσες να βγείς εύκολα εκτός της περιοχής σου..
Όσο όμως πιό βραχέα συντόνιζες το μηχάνημα, δηλαδή στούς 1650 χιλιοκύκλους και πάνω, τότε πολλαπλασιαζόταν η εμβέλεια, και χωρίς μεγάλη κεραία.
Από Αθήνα στα βραχέα όπως λέγαμε τους 1850 χιλιοκύκλους, με επηρεασμό πηνίου κεραίας, μπορούσε κάποιος να συνομιλεί άνετα με Κρήτη, Πάτρα, ακόμα και Θεσ/νίκη και Ορεστιάδα!!
Όπως σε όλες τις δουλειές, και σε μάς, υπήρχε μεν και η ευγενής άμιλλα, αλλά πολλές φορές και η ζήλεια, γιατί ο άλλος να έχει καλύτερο μηχάνημα από σένα;
Έτσι, δέν εξέλειπαν και οι διαπληκτισμοί, οι κόντρες, οι εγωισμοί, τα γνωστά «ταπώματα», όταν έπεφτε ο ένας πάνω στή συχνότητα του άλλου.
Πολλοί ραδιοπειρατές των μεσαίων, κατάφεραν κάποια στιγμή και δούλεψαν και σε μεγάλους ιδιωτικούς σταθμούς, και άλλοι σε κρατικούς αφού πολλοί ήταν αυτοί που ήταν απόφοιτοι της Σιβιτανιδείου, ή άλλης τεχνικής σχολής ραδιοηλεκτρολογίας.
Τότε τα κρατικά ραδιόφωνα, δέν ήταν ιδιαίτερα προτιμητέα από το κοινό, γιατί έπαιζαν τα κλασσικά κομμάτια.
Ο ερασιτέχνης όμως που είχε μεράκι, και στο Ελληνικό και στο ξένο ρεπερτόριο, την «έψαχνε» πολύ τη δουλειά.
Έψαχνε ο ερασιτέχνης παντού στα δισκοπωλεία, τα σπάνια και καλά δισκάκια παλιά η της εποχής, και τα έπαιζε στις αφιερώσεις του.
Τα σπάνια αυτά κομμάτια τα έβρισκε το μεράκι και μόνο το μεράκι του ερασιτέχνη, που θυσίαζε ώρες από το χρόνο του για να ψυχαγωγήσει το κοινό του!
Κάποιοι παλαίμαχοι βγαίνουν ακόμα στα μεσαία, γιατί το αγάπησαν και το λάτρεψαν το αντικείμενό τους.
Κάνουν ακόμα προγράμματα, έστω και με πολύ ελάχιστη ακροαματικότητα.
Όλοι πιστεύω κατά βάθος νοσταλγούμε αυτά τα χρόνια, αλλά όμως τίποτα δέν είναι σήμερα όπως τότε…
Τότε ήταν άλλες εποχές!
Κείμενο (απόσπασμα) – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου