
Αντίγραφο του ποιήματος αυτού, το οποίο γράφτηκε ανώνυμα στις αρχές του 19ου αιώνα και το αναφέρει κι ο ιστορικός Καρλ Μπαρτόλντι, βρέθηκε από τον εν λόγω κληρικό σε μοναστήρι του Αγίου Όρους.
Η υπόθεση του έργου, αφορά τρεις ξένους περιηγητές (υπηκόους των Μεγάλων Δυνάμεων) κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τις κυρίαρχες ελληνικές κοινωνικές τάξεις της εποχής: Παπάδες, Φαναριώτες, κοτσαμπάσηδες και έμπορους. Είναι ενδεικτικό ενός κλίματος και μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Γάλλος παρακινεί τους υπόλοιπους να ρωτήσουν έναν μητροπολίτη για να μάθουν τι γνώμη έχει για την σκλαβιά των Ελλήνων...

Περί της Ελλάδος που λέτε δεν με μέλλει κι ας τυραννιέται. Μ’ αν βαστάζει χωρίς να στενάζει όλας τας αμαρτίας ευγάζει (….). Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα (Σουλτάνο) και σέβας στον Αρχιερέα. Στον Τούρκο τ’ άσπρα να μη λυπούνται τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται. Και Αρχιερέων παρρησίας, και παπάδων πολλάς λειτουργίας. Ο πνευματικός τούς διορίζει πώς πρέπει κανείς να δεφτερίζει. Αυτοί άρχισαν να παρακούσι και όλοι ελευθερίαν φρονούσι. Διά τούτο και ημείς συμφωνούμεν Ομού με τους Τούρκους να τους βαρούμεν, επειδή όλοι μας το θεωρούμε, πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμε.
Επεξηγήσεις: 1. Άσπρα: Χρήματα. 2. Κοκκώνα: Νεαρή γυναίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου