Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΣΥ ΤΩΡΑ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΟΥΤΕ ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΡΟΝΟ, ΠΩΣ ΕΧΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΠΑΙΝΕΙΣ…

XXVII. Όταν έφτασε στη Βαβυλώνα, ο σατράπης των μεγάλων πυλών, μόλις έμαθε ότι ήρθε να τους γνωρίσει, του παρουσίασε χρυσή εικόνα του βασιλιά που αν δεν την προσκυνούσε κάποιος, απαγορευόταν να μπει στην πόλη. Αυτό μόνο στους πρεσβευτές του Ρωμαίου άρχοντα δεν ήταν υποχρεωτικό. Όταν έφτανε κάποιος που ήταν βάρβαρος ή ήθελε να γνωρίσει τη χώρα και δεν προσκυνούσε την εικόνα, τον θεωρούσαν άτιμο. Τέτοιες ανοησίες επέβαλαν οι σατράπες στους βαρβάρους. Ο Απολλώνιος, μόλις είδε την εικόνα, είπε: «Ποιος είναι αυτός;» Όταν άκουσε πως είναι ο βασιλιάς, είπε: «Αυτός λοιπόν που εσείς προσκυνείτε, αν επαινεθεί από μένα ως καλός και χρηστός, θα έχει πετύχει πολλά». Λέγοντας αυτά πέρασε τις πύλες. Ο σατράπης εξεπλάγη, τον ακολούθησε και πιάνοντας το χέρι του Απολλώνιου τον ρώτησε με διερμηνέα το όνομα, την καταγωγή του, την ασχολία του και τον λόγο της επίσκεψης του. Τα σημείωσε όλα αυτά, όπως επίσης τη στολή και τη μορφή του και κατόπιν τον διέταξε να περιμένει.
XXVIII. Ο ίδιος πήγε στους αποκαλούμενους «αυτιά του βασιλιά» και περιέγραψε τον Απολλώνιο, προσθέτοντας πως ούτε την εικόνα θέλει να προσκυνήσει ούτε μοιάζει με τους άλλους ανθρώπους. Εκείνοι διέταξαν να τον οδηγήσει με τιμές και χωρίς καμιά βία. Όταν πήγε εκεί ο Απολλώνιος, τον ρώτησε ο μεγαλύτερος τι ξέρει και περιφρονεί τον βασιλιά. «Δεν τον περιφρόνησα ακόμη», του είπε. «Και θα τον περιφρονήσεις;» ρώτησε πάλι. «Ναι, μα τον Δία, αν τον συναναστραφώ και δεν τον βρω καλό και χρηστό». «Τι δώρα του φέρνεις;» Ο Απολλώνιος ανέφερε την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. «Γιατί, μήπως δεν έχει;» ρώτησε. «Αν έχει, μα τον Δία», είπε, «θα μάθει να τα χρησιμοποιεί». «Μα επειδή τα χρησιμοποιεί», είπε, «ανέκτησε το βασίλειο που βλέπεις και που το είχε χάσει και επανέφερε την ισχύ σ' αυτόν τον οίκο, κατόρθωμα κοπιαστικό και δύσκολο». «Πόσα χρόνια πέρασαν από την ανάκτηση της εξουσίας;» «Τρίτο χρόνο μας κυβερνάει και από τον τρίτο πέρασαν δύο μήνες», ήταν η απάντηση. Τότε ο Απολλώνιος σηκώθηκε και είπε τη γνώμη του όπως συνήθιζε. «Σωματοφύλακα ή όπως σε λένε, ο Δαρείος, ο πατέρας του Κύρου και του Αρταξέρξη, είχε αυτό τον θρόνο για εξήντα χρόνια, νομίζω. Όταν υποψιάστηκε πως πρόκειται να πεθάνει, έκανε, καθώς λένε, θυσία στη Δικαιοσύνη και είπε: 'Δέσποινα, όποια κι αν είσαι', σαν να την είχε πεθυμήσει από πολύ χρόνο, ενώ δεν την είχε ακόμη γνωρίσει κι ούτε έμοιαζε να την έκανε ποτέ κτήμα του. Τα δύο παιδιά του εκπαίδευσε τόσο λανθασμένα ώστε σήκωσαν όπλα ο ένας εναντίον του άλλου και ο μεν πληγώθηκε, ο δε φονεύτηκε από τον αδελφό του. Εσύ τώρα νομίζεις γι' αυτόν, που δεν ξέρει ούτε πώς να κάθεται στον βασιλικό θρόνο, πως έχει όλες τις αρετές μαζί και τον επαινείς. Αν γίνει καλύτερος, εσύ θα είσαι κερδισμένος, όχι εγώ». Ο βάρβαρος κοίταξε κάποιον που ήταν κοντά του και είπε: «Κάποιος θεός μας στέλνει εδώ τον άνδρα τούτο ως εύρημα, γιατί όταν ένας καλός συναναστρέφεται με πιο καλό, θα κάνει τον βασιλιά μας συνετότερο και γλυκύτερο. Αυτό διακρίνω σ' αυτό τον άνδρα». Μπήκαν λοιπόν μέσα, λέγοντας σε όλους την καλή είδηση, ότι δηλαδή στην πύλη του βασιλιά βρίσκεται ένας σοφός Έλληνας και πολύτιμος σύμβουλος.
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ - ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ Α'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου