XXI.
Όταν πέρασε την Κτησιφώντα και μπήκε στα όρια της Βαβυλώνας, συνάντησε βασιλική
φρουρά την οποία κανείς δεν μπορούσε να προσπεράσει χωρίς να τον ρωτήσουν ποιος
είναι, από ποια πόλη και για ποιο λόγο ήρθε. Επικεφαλής της φρουράς ήταν
κάποιος σατράπης από τους «οφθαλμούς του βασιλέα» νομίζω (Άνθρωποι που γυρνούσαν στην πόλη και κατασκόπευαν για χάρη του
βασιλιά). Αυτός ο Μήδος
πρόσφατα είχε πάρει την εξουσία και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να ζει άφοβα,
αλλά ήταν τρομοκρατημένος για λόγους υπαρκτούς και ανύπαρκτους και γεμάτος
φόβους και ανησυχίες.
Ο
Απολλώνιος λοιπόν και οι σύντροφοι του οδηγήθηκαν μπροστά στον σατράπη. Αυτός
έτυχε να έχει φτιάξει σκηνή πάνω σε άμαξα και ετοιμαζόταν για κάποιο ταξίδι.
Όταν είδε έναν άνδρα τόσο ξερακιανό, φώναξε σαν δειλή γυναικούλα και κάλυψε το
πρόσωπο του, κοιτώντας τον μόλις και μετά βίας. Τον ρώτησε σαν να απευθυνόταν
σε κάποιο δαίμονα:
«Από πού στάλθηκες και ήρθες σε μας;»
«Από
τον εαυτό μου», απάντησε, «μήπως και γίνετε άνθρωποι έστω και χωρίς τη θέληση
σας».
Ο
σατράπης τον ξαναρώτησε ποιος είναι και ήρθε στη χώρα του βασιλιά και κείνος
του είπε:
«Δική
μου είναι όλη η γη και μπορώ να πάω όπου θέλω».
«Θα σε
βασανίσω, αν δεν μου πεις», είπε ο σατράπης.
«Μακάρι
να το κάνεις με τα ίδια σου τα χέρια», είπε, «για να βασανιστείς εσύ απλώνοντας
χέρι στον άνδρα».
Ο
ευνούχος εξεπλάγη, επειδή έβλεπε πως ούτε διερμηνέα χρειαζόταν και επίσης
απαντούσε με ευκολία και άφοβα. Του είπε λοιπόν παρακλητικά, αλλάζοντας πια τον
τόνο της φωνής του:
«Για
όνομα του θεού, ποιος είσαι;»
Παίρνοντας
τον λόγο ο Απολλώνιος του είπε: «Επειδή ρωτάς με μετριοπάθεια και ανθρώπινα,
άκου ποιος είμαι. Είμαι ο Τυανέας Απολλώνιος και πηγαίνω στον βασιλιά των Ινδών
για να γνωρίσω τη χώρα του. Θα ήθελα όμως να συναντήσω και τον δικό σου
βασιλιά, διότι όσοι τον συνάντησαν λένε πως δεν είναι κακός, αν βέβαια είναι
αυτός ο Ουαρδάνης που κάποτε είχε χάσει την εξουσία του και τώρα την έχει
ξανααποκτήσει».
«Αυτός
είναι, θεϊκέ Απολλώνιε», είπε. «Από παλιά έχουμε ακούσει για σένα. Σε ένα σοφό
άνδρα θα παραχωρούσε ακόμη και τον χρυσό θρόνο του και θα σας στείλει στους
Ινδούς τον καθένα από σας πάνω σε καμήλα. Όσο για μένα, θα σε φιλοξενήσω και θα
σου δώσω και χρήματα».
Ενώ
έλεγε αυτά, του έδειξε θησαυρό χρυσού. «Μπορείς να πάρεις όσα θέλεις όχι μόνο
μια φορά αλλά δέκα».
Επειδή
ο Απολλώνιος αρνήθηκε τα χρήματα, ο σατράπης του είπε: «Τότε δέξου αμφορέα με
Βαβυλωνιακό κρασί, απ' αυτό που πίνει ο βασιλιάς με μας τους δέκα σατράπες,
ψητά κομμάτια από κρέας χοιρινό και ζαρκαδιών, αλεύρι και ψωμιά και ό,τι άλλο
θέλεις, γιατί στον δρόμο για πολλά στάδια οι κωμοπόλεις που υπάρχουν δεν έχουν
πολλά τρόφιμα».
Τότε ο
ευνούχος συνήλθε και είπε: «Θεοί, τι έπαθα! Παρ' όλο που έχω ακούσει ότι αυτός
ο άνδρας δεν τρώει κρέας και δεν πίνει κρασί, σαν αμαθής του προσφέρω
πολυτελείς τροφές».
«Μπορείς
να μου προσφέρεις και απλές τροφές δίνοντας μου ψωμί και ξηρούς καρπούς».
«Θα σου
δώσω ένζυμο άρτο, χουρμάδες, μεγάλους και κεχριμπαρένιους, και λαχανικά, από
αυτά που φυτρώνουν στους κήπους κοντά στον Τίγρη».
«Τα
άγρια λαχανικά», είπε ο Απολλώνιος, «που φυτρώνουν μόνα τους είναι. καλύτερα
από όσα βγαίνουν εξαναγκαστικά και τεχνητά».
«Όμως η
δική μας χώρα», είπε ο σατράπης, «είναι γεμάτη από αψίνθιο που κάνει τα
αγριόχορτα αηδιαστικά και πικρά».
Τελικά
ο Απολλώνιος δέχτηκε την προσφορά του σατράπη και φεύγοντας του είπε: «Φίλε
μου, μην τελειώνεις μόνο καλά, φρόντισε και να αρχίζεις καλά», θέλοντας έτσι να
τον συμβουλεύσει για το «θα σε βασανίσω» και τα όσα βαρβαρικά άκουσε στην αρχή.
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
- ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου