Κατά την επτάμηνη πολιορκία της Τύρου με επιχωματώσεις, πολιορκητικές μηχανές και με διακόσιες τριήρεις από τη μεριά της θάλασσας, (ο Αλέξανδρος) είδε όνειρο ότι ο Ηρακλής τού άπλωνε το χέρι από το τείχος και τον καλούσε. Εξάλλου, πολλοί κάτοικοι της Τύρου ονειρεύτηκαν ότι ο Απόλλων τούς έλεγε ότι θα έφευγε από την πόλη και θα πήγαινε στον Αλέξανδρο· γιατί δεν του άρεσαν αυτά που γίνονταν στην πόλη. Αυτοί λοιπόν, σαν να είχαν πιάσει τον θεό επ᾽ αυτοφώρω, όπως έναν άνθρωπο που λιποτακτεί προς τους εχθρούς, έδεσαν με χοντρά σκοινιά το πελώριο άγαλμά του και το κάρφωσαν στη βάση του, αποκαλώντας το, φίλο του Αλέξανδρου.
Η πολιορκία της Τύρου εξελίχτηκε ως εξής. Ενώ ο Αλέξανδρος ξεκούραζε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του ύστερα από τις πολλές προηγούμενες μάχες, και κάποιους είχε οδηγήσει κοντά στα τείχη, για να μην ησυχάζουν οι εχθροί, ο Αρίστανδρος ο μάντης έκανε θυσία· και βλέποντας τα σημάδια καθόρισε με περισσή σιγουριά προς τους παρευρισκομένους ότι μέσα σε εκείνο τον μήνα θα κυριευόταν η πόλη οπωσδήποτε.
Και επειδή τον χλεύαζαν και γελούσαν —γιατί ήταν η τελευταία μέρα του μήνα—, βλέποντάς τον ο Αλέξανδρος να βρίσκεται σε δύσκολη θέση και εκτιμώντας πάντοτε τις προφητείες του, έδωσε διαταγή να μην υπολογίζουν πια εκείνη την ημέρα ως τριακοστή αλλά ως εικοστή όγδοη· και αφού δόθηκε το σύνθημα με τη σάλπιγγα, επιτέθηκε στα τείχη με περισσότερη δύναμη από ό,τι αρχικά είχε σχεδιάσει.
Και επειδή η επίθεση ήταν σφοδρή, αφού ούτε οι ευρισκόμενοι στο στρατόπεδο περίμεναν τη διαταγή αλλά έτρεχαν σύσσωμοι και βοηθούσαν, οι Τύριοι λύγισαν· έτσι, ο Αλέξανδρος κατέλαβε εκείνη την ημέρα την πόλη.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ – Ἀλέξανδρος 24.5 - 24.14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου