Ο Ορφέας με την λύρα του, σώζει τους Αργοναύτες από τις Σειρήνες.
Ο Πελίας φοβόταν τους χρησμούς. δηλαδή μήπως ύπουλα χάσει απ' τον Αισονίδη τη βασιλική αρχή, και δολερό τέχνασμα στο μυαλό του σχεδίαζε για να τον ξεγελάσει. Γιατί τον διέταξε να φέρει από τους Κόλχους το χρυσόμαλλο δέρας στη Θεσσαλία, τη γεμάτη με άλογα.
Εκείνος, ακούγοντας τη φοβερή προσταγή, επικαλέστηκε τη σεπτή Ήρα, υψώνοντας τα χέρια στη Θεά, γιατί αυτήν από τους μακάριους θεούς λάτρευε περισσότερο. Κι εκείνη εισάκουσε τις προσευχές ενδιαφερόμενη για εκείνον, γιατί από όλους τους θνητούς τιμούσε πολύ και αγαπούσε το δυνατό ήρωα, τον ένδοξο γιο του Αίσονος. Έτσι αφού την ικέτευσε, εκείνη έδωσε: στην Τριτογένεια εντολή, κι αυτή για πρώτη φορά τότε έφτιαξε για χάρη του δρύινο πλοίο. Κι αλήθεια, πρώτο αυτό με κουπιά ελάτινα πέρασε τους αλμυρούς πυθμένες και διέσχισε θαλάσσιους δρόμους.
Αλλά όταν συγκάλεσε τους ξακουστούς βασιλιάδες, ο θεϊκός Ιάσων έσπευσε στη Θράκη με τα πολλά άλογα και με συνάντησε, καθώς ετοίμαζα την πολυποίκιλτη λύρα για να πω ένα μελωδικό τραγούδι εξυμνώντας σε και να μαγέψω τα ζώα, τα ερπετά και τα πτηνά. Και μπαίνοντας στο πολυαγαπημένο μου άντρο, μου μίλησε με μειλίχια φωνή που έβγαινε από τα δικά του στέρνα.
«Φίλε Ορφέα, του Οιάγρου γιε και της Καλλιόπης, που βασιλεύεις στους Κίκονες της Βιστωνίας με τα πολλά ποίμνια, χαίρε, γιατί για πρώτη φορά έρχομαι στις βουνοκορυφές του Αίμου, στα ρεύματα του Στρυμόνα και στα ορεινά φαράγγια της Ροδόπης. Από την έξοχη γενιά των Μινύων κατάγομαι εγώ, Αισονίδης Θεσσαλός και θα χαρώ, αν τύχω της φιλοξενίας σου. Έτσι με ευμένεια δέξου με σαν φίλος και άκουσε ευνοϊκά τα λόγια μου και εμένα που σε ικετεύω να με ακολουθήσεις στα βάθη του Εύξεινου Πόντου και στον όμορφο Φάσι με το πλοίο Αργώ και να μας δείξεις τους θαλάσσιους δρόμους της Παρθενίας Θάλασσας, ως συμπαραστάτης των ηρώων, που περιμένουν να ακούσουν τη λύρα και τη Θαυμάσια φωνή σου και επιθυμούν να σε έχουν βοηθό σε κοινούς μόχθους στο πέλαγος.
Γιατί φυσικά, δεν σκέφτονται να ταξιδεύσουν σε βαρβαρικές φυλές δίχως εσένα. Πράγματι, μόνον εσύ από τους ανθρώπους μπορείς να διαβείς τη σκοτεινή καταχνιά και τον έσχατο κρυψώνα και να βρεις το δρόμο της επιστροφής.
Για χάρη τους κοινά βάσανα με τους Μινύες Θα υποστείς, και θα σ' ακολουθεί η δόξα στις μετέπειτα γενιές».
Τότε εγώ, αποκρινόμενος στα λόγια του, είπα: «Αισονίδη, τι μου τα λες αυτά για να με πείσεις να έλθω στους Κόλχους βοηθώντας τους Μινύες στη μαύρη θάλασσα με το καλοφτιαγμένο καράβι; Αρκετοί είναι οι κόποι, αρκετοί και οι μόχθοι που πέρασα ταξιδεύοντας στην απέραντη γη και στις πόλεις, φανερώνοντας στους θνητούς τους θείους νόμους στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Από τις περιπλανήσεις αυτές κι απ' τη μανία, η μητέρα μου με έσωσε οδηγώντας με στο σπίτι, για να τελειώσω εδώ με θλιβερά γεράματα. Μα να αποφύγω δεν μπορώ όσα το πεπρωμένο φέρνει και από τις παραινέσεις εξωθούμαι των Μοιρών. Γιατί οι Λιτές, κόρες του φιλεύσπλαχνου Διός, πρέπει να τιμούνται. Θα έλθω κι εγώ λοιπόν να προστεθώ στον αριθμό των νεώτερων βασιλιάδων και ημιθέων».
ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου