Οι Αθηναίοι της εποχής του Όθωνα θυμούνταν ζωηρά τη 14η Οκτωβρίου του 1852. Το βράδυ εκείνο συνέβη ένα γεγονός, που συντάραξε την Ελληνική πρωτεύουσα.
Ο Οκτώβριος, λοιπόν, είχε αρχίσει γλυκός και γαλήνιος, ουραγός ενός καταγάλανου Καλοκαιριού και προάγγελος ενός νηφάλιου αττικού Φθινοπώρου.
Η επόμενη ημέρα, πράγματι, ξημέρωσε καταλαγιασμένη και ηλιόλουστη. Όμως, στα μάτια των Αθηναίων αποκαλύφθηκε τότε ξεγυμνωμένη και πικρή η τρομερή αλήθεια.
Τα αρχαιότερα δέντρα των Αθηνών ξεριζώθηκαν. Απέναντι από τον Μεντρεσέ, το ισλαμικό ιεροσπουδαστήριο του 17ου αιώνα στην Πλάκα, στην περιοχή των Αέρηδων, δύο πανύψηλα κυπαρίσσια αιώνων που βρίσκονταν εκεί, σωριάστηκαν καταγής, φράσσοντας την έξοδο του δρόμου και συγκρατώντας τεράστιες ποσότητες όμβριων υδάτων.
Έτσι, οι κάτοικοι των γύρω σπιτιών, καταληφθέντες από τον φόβο ότι θα πνίγονταν ζωντανοί, το ‘βαλαν στα πόδια και σκαρφάλωσαν όπως-όπως στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, για να σώσουν τις ζωές τους.
Αλλά και το θαυμάσιο εκείνο αγέρωχο πλατάνι της Αρχαίας Αγοράς, που ήταν ακριβώς στο κέντρο της και έριχνε ευεργετικό τον ίσκιο του στους μικροπωλητές που άπλωναν την πραμάτεια τους, ισοπεδώθηκε κι αυτό, κάνοντας μεγάλες ζημιές στους φτωχούς βιοπαλαιστές.
Όλα τα φανάρια της Αθήνας στροβιλίστηκαν στον πανίσχυρο αγέρα και εξαφανίστηκαν. Μάλιστα, στην αρχή της οδού Πειραιώς βρέθηκαν σμπαραλιασμένοι οι πάγκοι των εμπόρων, που είχαν στηθεί στην οδό Πατησίων, κατά διαταγή του Νομάρχη Αμβροσιάδη.
Ο ιστορικός ελαιώνας, όπως και ο Βασιλικός Κήπος χτυπήθηκαν άγρια. Ολόκληρη η νεοφύτευτη δεντροστοιχία πίσω από το Παλάτι ξεριζώθηκε και η Φρουρά των Ανακτόρων, που διατάχθηκε από τη Βασίλισσα Αμαλία να στερεώσει τα δέντρα με σκοινιά, λίγο έλειψε να σκοτωθεί.
Στον Πειραιά, επίσης, ήταν κι εκεί εκτεταμένες οι καταστροφές. Το γαλλικό ταχυδρομικό βαπόρι, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο λιμάνι, χτυπήθηκε αλύπητα από τους ανέμους, έπεσε σε αβαθή κι έχασε τις άγκυρές του. Η κορβέτα “Λουδοβίκος” λίγο έλειψε να τσακιστεί. Μάλιστα, ένας Υπαξιωματικός της πνίγηκε. Δύο άλλα πλοία, με 15.000 κιλά σιτάρι το καθένα, βούλιαξαν. Ο Πλοίαρχος ενός εμπορικού σκάφους σκοτώθηκε κι αυτός, ενώ πάσχιζε να σώσει το καράβι του. Και το πρωί, τα κύματα ξέβραζαν στις ακτές βάρκες, βαρέλια, κατάρτια, δοκάρια και ένα σωρό άλλα.
Αλλά, η φοβερή καταιγίδα δε λυπήθηκε ούτε τις Αρχαιότητες, που στέκονταν υπερήφανες για χιλιετίες. Δύο κίονες του Ερεχθείου γκρεμίστηκαν μονομιάς.
Μα, αυτό που λάβωσε πιο πολύ τους Αθηναίους ήταν όταν διαπίστωσαν την καταστροφή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο ένας από τους δύο κίονες, ο ένας από τους δύο περίτεχνους λευκούς γίγαντες, είχε καταρρεύσει. Κι ακόμα και σήμερα βρίσκεται πεσμένος στην ίδια θέση, από εκείνη τη σκληρή θεομηνία του Οκτώβρη του 1852, με τους μαρμαρένιους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς του, ριγμένους αράδα…
Ο Γάλλος περιηγητής Eugene Yemeniz, ο οποίος επισκέφτηκε την Ελλάδα λίγο καιρό έπειτα από την καταστροφή, μας βεβαιώνει ότι όλος ο αθηναϊκός λαός πήγε κι έκλαψε πάνω από τον πεσμένο κίονα στον Ναό του Ολυμπίου Διός.
Από όλο τον όλεθρο εκείνης της θεομηνίας πάνω από τη φτωχή Αθήνα, αυτή ήταν και η μόνη ανάμνηση που σώθηκε, που επέπλευσε σαν ναυαγός στους αφρούς της Ιστορίας: η κατάρρευση του πανάρχαιου κίονα!
Και από τότε, οι κάτοικοι της Αρχαίας αυτής πόλης, κοιτίδας του Πολιτισμού και της Δημοκρατίας, όταν αναφέρονταν σε εκείνη την τρομερή κακοκαιρία και τις συνέπειές της, συνήθιζαν να λένε: “τον καιρό της κολόνας…”, επικεντρώνοντας όλες τους τις θύμησες στο λάβωμα του Αρχαίου μνημείου.
Η Βασίλισσα Αμαλία, στη δύσκολη αυτή περίσταση, έστειλε τρόφιμα, σκεπάσματα και ρούχα σε όλα τα φτωχόσπιτα των Αθηνών που είχαν δεινοπαθήσει.
Κατ’ εντολήν της, η Αρχαιολογική Υπηρεσία ρωτήθηκε εάν θα έπρεπε να σηκωθεί ο κίονας από το έδαφος και να στηθεί στη θέση του όπως άλλοτε. Ο έγκριτος αρχαιολόγος Κυριακός Πιττάκης και ο επίσης διαπρεπής Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής απάντησαν κατηγορηματικά ότι δεν έπρεπε.
Παλαιότερα, οι κίονες του Ναού του Ολυμπίου Διός αποτελούσαν την ειδυλλιακή τοποθεσία, στην οποία συνήθιζε να ρεμβάζει ο μέγας φιλέλληνας και ποιητής Λόρδος Βύρων. Ένα απόγευμα, λοιπόν, σε εκείνο το σημείο είχε εμπνευστεί το περίφημο ποίημά του “Κόρη των Αθηνών”.
Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στις 14 Οκτωβρίου του 1852, η κατάρρευση του κίονα γέμισε βαθιά θλίψη τους Αθηναίους. Έκλαψαν και πένθησαν για τον χαμό του αλλοτινού περήφανου γίγαντα, σαν να είχαν χάσει κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου