Η υπηρεσία που προσέφερε ο Πλωτίνος στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του ήταν ότι υπογράμμισε το σύνδεσμο ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, -ανάμεσα σ’ έναν άρρητο εσωτερικό κόσμο και τη συγκροτημένη έκφρασή του στον εξωτερικό κόσμο-, καθώς επίσης και τη δυνατότητα των φυσικών πραγμάτων να φορτιστούν με νόημα από την ψυχή.
Δύο χριστιανοί των οποίων η σκέψη κυριάρχησε στο Μεσαίωνα, ο άγιος Αυγουστίνος στη Δύση και ο άγνωστος συγγραφέας του έργου Ουράνιες ιεραρχίες (μετέπειτα γνωστός ως «Ψευδο-Διονύσιος») που έγραφε στην Ανατολή γύρω στο 500, οφείλουν εξίσου πολλά στην ισορροπία που υποστήριξε με πάθος ο Πλωτίνος.
Για έναν πλατωνιστή, η σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή ήταν μια μικρογραφία του δύσκολου προβλήματος της σχέσης του Θεού με το σύμπαν.
Η απάντηση του Πλωτίνου είναι χαρακτηριστική. Αποφάνθηκε πως το να έχει κανείς σώμα δεν ήταν μεγαλύτερη «αμαρτία» από το να δημιουργεί σκιά. Πράγματι, το σώμα ήταν ένα όμορφο όργανο μέσα από το οποίο αναζητούσε έκφραση η ψυχή: ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει και να γυμνάζει το σώμα του, όπως ο μουσικός κρατάει τη λύρα του κουρδισμένη. Πρόκειται για ένα λεπτό, ευαίσθητο ιδεώδες, κάθε άλλο παρά ασκητικό.
Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Πλωτίνος αν στραφούμε προς την τέχνη που υποστήριζε η γενιά των ακροατών του. Η τέχνη αυτή δεν είναι του «άλλου κόσμου»· είναι του «ένδον κόσμου». Χωρίς να εγκαταλείπεται η χάρη και η ατομικότητα του σώματος, εκείνο που τονίζεται στα πορτραίτα της ύστερης αυτοκρατορίας είναι οι θύρες μέσω των οποίων περνάει κανείς κατευθείαν από το σώμα στο πνεύμα του ανθρώπου. Η έμφαση βρίσκεται στα μάτια. Μας καθηλώνουν με το βλέμμα τους αποκαλύπτοντας μια εσωτερική ζωή κρυμμένη σ’ ένα φορτισμένο σύννεφο σάρκας. Η ύστερη αρχαιότητα είναι μια εποχή συναρπαστικών πορτραίτων.
Στα γραπτά των «Ελλήνων», οι άνθρωποι ξανάβρισκαν τη χαμένη αίσθηση οικειότητας με τον κόσμο που τους περιέβαλλε.
Οι μαύρες εικασίες των γνωστικών, ο χριστιανικός μονοθεϊσμός και ο ύστερος χριστιανικός ασκητισμός απειλούσαν τον άνθρωπο με τη μοναξιά ενός κόσμου στερημένου νοήματος. Για τους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, ο κόσμος ήταν, ομολογουμένως, μυστηριώδης. Ατένιζαν την ομορφιά του με σκέψεις θλιβερές, σαν το τελευταίο, εύθραυστο φως ενός ήλιου που έχει δύσει προ πολλού. Αλλά αυτός ο κόσμος, αν και μυστηριώδης, ήταν γεμάτος νόημα: ήταν ένα σημάδι από τον Θεό. Τους κληρονομημένους μύθους μπορούσαν οι φιλόσοφοι να τους δεχτούν σαν σημάδια (σαν να είχαν κληρονομήσει οι σημερινοί πυρηνικοί φυσικοί από το παρελθόν – αντί να τα φτιάξουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους- τα απλοϊκά δισδιάστατα σκίτσα της τροχιάς των νετρονίων και των πρωτονίων που, για τον απλό άνθρωπο, συνοψίζουν καίριες αλήθειες για τον φυσικό κόσμο).
Απέναντι στην κενότητα της «πνευματικής λατρείας» των χριστιανών μέσα στις κρύες βασιλικές τους, οι παγανιστές φιλόσοφοι αντιπαρέθεταν την «ψυχική φόρτιση» της παραδοσιακής θυσίας, όπου ο καιόμενος βωμός μετέτρεπε το θυσιαστικό αφιέρωμα σε μια απλή, διάφανη, υψούμενη φλόγα.
Η λαχτάρα για οικειότητα μέσα σε ένα αχανές σύμπαν εκφράζεται με την επανάληψη των όρων που χρησιμοποίησαν οι νεοπλατωνικοί για να αποδώσουν τη συγγένεια του Ενός Θεού με τις άπειρες εκφάνσεις του ορατού κόσμου: υπογράμμιζαν την «αλυσίδα» των όντων, τη «συνύφανση», την «ανάμιξη» που συνέδεαν τον άνθρωπο με την Επιβλητική πηγή του. Όλα τα πλάσματα ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το αόρατο κέντρο, όπως τα άνθη του λωτού ανοίγουν τα πέταλά τους στον ήλιο που ανεβαίνει στο στερέωμα.
Κατά τον 4ο αιώνα τέτοιες ιδέες θεωρούνταν το πιο υψηλό επίτευγμα και η μόνη ελπίδα όλων των πολιτισμένων στοχαστών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τις συμμερίζονταν και οι χριστιανοί στο βαθμό που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτισμένους.
Peter Brown - Από το βιβλίο του Ο Κόσμος Της Ύστερης Αρχαιότητας
Πηγή: https://ekivolosblog.wordpress.com
-----------------------------
ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ «ΕΛΛΗΝΕΣ» ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟΥΣ «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ»
ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ, ΕΞΑΛΕΙΦΕΙ ΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟ;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου