Ιλιάδος ραψωδία Θ’ στιχ. 40
…ὣς εἰπὼν ὑπ᾽ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ᾽ ἵππω
ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε,
χρυσὸν δ᾽ αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δ᾽ ἱμάσθλην
χρυσείην εὔτυκτον, ἑοῦ δ᾽ ἐπεβήσετο δίφρου,
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
μεσσηγὺς γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.Ἴδην δ᾽ ἵκανεν πολυπίδακα μητέρα θηρῶν Γάργαρον, ἔνθά τέ οἱ τέμενος βωμός τε θυήεις.ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τελύσας ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ἠέρα πουλὺν ἔχευεν. αὐτὸς δ᾽ ἐν κορυφῇσι καθέζετο κύδεϊ γαίων εἰσορόων Τρώων τε πόλιν καὶ νῆας Ἀχαιῶν.
Νεοελληνική απόδοση
Είπε. Στ’ αμάξι έζεψε τα ορμητικά πουλάρια,χαλκόποδα, μ’ ολόχρυσην και φουντωμένην κόμην, ολόχρυσ’ άρματα και αυτός εζώσθηκε κι επήρε χρυσήν ωραία μάστιγα και ανέβηκε στον θρόνον κι εράβδισε να κινηθούν και πρόθυμα επετούσαν
τ’ άλογ’ ανάμεσα στην γην και τ’ ουρανού τ’ αστέρια. Έφθασε στην πολύβρυσην και θηριοθρέπτραν Ίδην, στον Γάργαρον, που του Διός έχει βωμόν και κτήμα.
Αυτού εστάθη των θεών και των ανθρώπων ο πατέρας, και τ’ άλογα αφού ξέζεψε και τα ζωσε με νέφος, (απο-υλοποίηση-αορατότητα σκάφους) στην κορυφήν περήφανος εκάθισε να βλέπη των Τρώων και των Αχαιών την πόλιν και τα πλοία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου