«Στον
φανταστικό χωροχρονικό παγκόσμιο χάρτη, η οδός των Ελλήνων ξεκίνησε ως μία
κεντρική πλατιά και αστραφτερή λεωφόρος και σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε στενό
συνοικιακό δρομάκι ... Αυτό που με χαλάει αφάνταστα στη χώρα μου είναι η
διαφθορά, η αναξιοκρατία, η άκρατη ιδιοτέλεια, η συναλλαγή, ο φθόνος, η
καφενειακή φλυαρία, η επιδειξιομανία, η εθνικιστική κομπορρημοσύνη ...»
(Θέμης
Λαζαρίδης, καθηγητής Χημείας στο City College of New York).
Οι
σύγχρονοι Ρωμιοί παπαγαλίζουν αρκετές φορές δύο-τρία απ' τα σπουδαία αρχαία
ρητά όπως «γνώθι σ' αυτόν», «μηδέν άγαν», «μέτρον άριστον» (μάλιστα
προσθέτοντας λανθασμένα και το «παν» μπροστά κάνοντάς το «παν μέτρον άριστον»,
έτσι για να μην έχει κανένα νόημα το ρητό), χωρίς βέβαια να τηρούν τίποτα απ'
αυτά. Αντ' αυτών σχεδόν όλοι ακολουθούν τις ανεύθυνες και ξεπεσμένες Ρωμαίικες
προτροπές «μη θίγεις τα κακώς κείμενα», «δεν θα βγάλω εγώ το φίδι απ' την
τρύπα», «έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ' αφήσουμε», «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι
αρπάξει ο κώλος μας», «ωχ, αδελφέ», «ναι μωρέ» και άλλα παρόμοια ...
«Θέλεις
νά χεις πιστή την εικόνα του Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα.
Λάβε τι ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου Β΄ της Κύπρου.
Και τα γένια τα καλογερικά που κρύβουν το πρόσωπο, όπως οι άκοσμοι αγκαθεροί
φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του
φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις τον νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι
σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα,
για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε την εικόνα των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς
και τις διακριτές ... Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της Αρχαίας
Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες τον κυανό κεφαλόδεσμο και τον
ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές
και οι φαινομηρίδες ... Όλοι και όλες στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια
μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο,
σε μια λευκή κρήνη της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς,
αναπαυμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι και θεοί, και αγάλματα ένα. Όλα
ετούτα για να συγκρίνεις την παλιά και την νέα Ελλάδα ...;άλλο πράγμα η μέρα
και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι»
(«Γκέμμα»
σελ.107).
Βαθιά
πίσω στην ιστορία και ακόμα βαθύτερα μέσα μας στα άπατα της ψυχής μας,
βρίσκεται και το αίτιο της αρρώστειάς μας. Η Ρωμιοσύνη είναι καρφωμένη πάνω μας
απ' την στιγμή της γέννησής μας παντού γύρω μας. Η Ρωμιοσύνη είναι η ίδια η
κατάντια και η παρακμή, ένα θανατηφόρο μικρόβιο και μία ανίατη νόσος που
πλανάται ως σαρκοβόρο φάντασμα στις γκρίζες τσιμεντουπόλεις μας.
«Ο δούλος του
θεού γεννήθηκε,
ο δούλος του θεού βαπτίσθηκε,
ο δούλος του θεού παντρεύτηκε,
ο
δούλος του θεού πέθανε».
Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε δούλοι, Ρωμιοί, Ραγιάδες. Η
Ρωμιοσύνη καραδοκεί πάντοτε ψαλιδίζοντας τα φτερά μας, γκρεμίζοντας τα όνειρά
μας, εξανεμίζοντας κάθε ελπίδα προόδου μας, τρώγοντας τα παιδιά μας σαν άλλος
Κρόνος, στο τραγούδι του Ρίτσου ... «Η Ρωμιοσύνη», «και κει που πάει να σκύψει
... με το λουρί στο σβέρκο ... να τη να τη, πετιέται κι αντριεύει και
θεριεύει»...
Είναι
στο το χέρι μας ν' αλλάξουμε την πορεία αυτού του τόπου όχι όμως με λόγια, αλλά
με έργα. Η Ελληνική Παιδεία, αυτό που η Βυζαντινή πλέμπα και η χριστιανική
Ρωμιοσύνη αποκαλούσε για χίλια τριακόσια περίπου χρόνια ως «νόσο των ανόσιων,
μιαρών και αλητήριων Ελλήνων», είναι το μοναδικό αντίδοτο για την κληρονομική
και βαριά νόσο της Ρωμιοσύνης. Είναι η Παιδεία, που αγνοούν παντελώς, που
μίσησαν και ακόμα μισούν θανάσιμα οι Ρωμιοί κάτοικοι του τόπου μας, αλλά
θαύμασαν, λάτρεψαν και οικειοποιηθήκαν στην πράξη κι όχι στα λόγια, όλες οι
προοδευμένες και πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Η Παιδεία, που θεράπευσε πολλές
άλλες άρρωστες κοινωνίες βαρβάρων λαών. Σήμερα όμως οι βάρβαροι της Ευρώπης και
του κόσμου είμαστε εμείς, οι ανάξιοι και επιλήσμονες Ρωμιοί!
«Έλληνες
θα πει δύο και δύο τέσσερα στη γη, όχι δύο και δύο εικοσιδύο στον ουρανό... Όχι
κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα. Έλληνες θα
πει... στους Δελφούς το "γνώθι σαυτόν". Όχι να κάνεις την εξομολόγηση
στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες... Όχι να σκαλίζεις
πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: "προσδοκώ ανάσταση
νεκρών"...Όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να
γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να
κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου ...;»
(«Γκέμμα» κεφ. Ελληνοέλληνας σελ. 124).
ΟΙ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΔΕΝ ΡΩΤΟΥΣΑΝ ΤΙ ΠΡΕΣΒΕΥΕΙΣ Η ΤΙ ΛΕΣ, ΑΛΛΑ «ΤΙ ΠΟΙΕΙΣ» Η «ΤΙ
ΠΡΑΤΤΕΙΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου