Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΕΦΟΡΟΙ ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο Σωκράτης όταν δεν εκτελούσε υπηρεσία οπλίτη, εξακολουθούσε το απλό  καθημερινό του έργο, να τελειοποιεί τους ανθρώπους, ή δοκίμαζε να ψυχώνει κανέναν λιγοκαρδισμένο. Και πάντα ήθελε να μιλά γι’ ανώτερα πράγματα με τους δυο νεαρούς μαθητές του, τον Πλάτωνα και τον ΦΑΙΔΩΝΑ. Ο Πλάτωνας πάλι δε δίσταζε να σπαταλά χρήματα για να οικονομά κανένα τρόφιμο να το  πάει στην Ξανθίππη, που τ’ άρπαζε, χωρίς πια να νοιάζεται αν ο άντρας της απόκρουε τα δώρα. Ωστόσο η πείνα σιγά –σιγά ροκάνιζε την υγεία των πολιτών και μαζί με τα σώματα ξέπεφτε και το ηθικό τους.
Η Αθήνα λιμοκτονούσε, εξαντλημένη, ωσότου μια μέρα ο ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ, τόλμησε, μπροστά σε τόσους θανάτους, να σηκωθεί στην Πνύκα, και ψηφώντας την απαγόρευση, να μιλήσει για την ανάγκη ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τη Σπάρτη. Υποσχέθηκε, αν τον άφηναν να συναντήσει τον Λύσανδρο, να φέρει πίσω έντιμους όρους ειρήνης.
Τόσο είχαν απηυδήσει από την κακοπάθεια οι Αθηναίοι, που του έδωσαν αμέσως την άδεια. Ο Θηραμένης πήγε στο Λύσανδρο, μα ολιγαρχικός όπως ήταν, συμφώνησε μαζί του, πως ακόμα οι Αθηναίοι δεν είχαν ωριμάσει για να παραδοθούν χωρίς όρους. Και τους άφησαν πολιορκημένος τρεις ακόμα μήνες. Ύστερα γύρισε ο Θηραμένης κι είπε πως έλαβε τέλος την άδεια να πάει στη Σπάρτη να μιλήσει με τους ΕΦΟΡΟΥΣ. Τον έστειλαν και περίμεναν υπομονετικά, ενώ η πείνα είχε καταντήσει αβάστακτη, Μόνο κάτι Σαμιώτικα πλοία δοκίμαζαν  να σπάσουν τον αποκλεισμό, και, νύχτες φουρτούνες, περνούσαν κανένα σιτοφορτίο, μα τι μπορούσε να βοηθήσει τόσες χιλιάδες στόματα ένα σιτοκάραβο;
Κάποιο απόγευμα ο Σωκράτης γύρισε σπίτι του από περίπολο και βρήκε την Ξανθίππη δακρυσμένη.
- «Τι έχεις;» τη ρώτησε.
- «Τίποτα σπουδαίο, του αποκρίθηκε, μα σήμερα άρχισα να κόβω κλώνους της συκιάς μας, για να κρατήσω τη φωτιά της ΕΣΤΙΑΣ, γιατί θα μας βρει γρουσουζιά άμα σβήσει. Έκοψα τον κλώνο που καθόταν και λαλούσε πουλί, από το θυμό μου, καταλαβαίνεις;  Αυτό να τσιμπάει σπόρους στην αυλή μας κι εγώ να μην έχω τίποτα να δώσω στα παιδιά...».
Έγειρε στον ώμο του η Ξανθίππη, για να κρύψει δάκρυα που έτρεχαν στα ωχρά μάγουλά της. Αυτή η λεβεντογυναίκα έμοιαζε ξεθεωμένη. Ο Σωκράτης τη συμπόνεσε. Κάτι θέλησε να πει. Πέρασε από το μυαλό του να παινέσει την παλιά τους λιτότητα:
- «Βλέπεις, γυναίκα, της είπε, πόσο δίκιο είχα να μάθουν τα παιδιά μας να ζουν απλά τον καλό καιρό;  Τώρα υποφέρουν λιγότερο από τα πλουσιόπαιδα».
Έλαβε όμως αμέσως την απάντηση:
- «Όταν αδυνατίσουν τα  πλουσιόπαιδα, που προς το παρόν τρών ακόμη, τα δικά μας θά έχουν πεθάνει, Σωκράτη». Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, τόν βοήθησε να βγάλει το θώρακα και τις κνημίδες του.
Ο Θηραμένης αργούσε να φανεί, κι ο λαός, στην απελπισία του, τά έβαλε με το δημαγωγό ΚΛΕΟΦΩΝΤΑ, εκείνον  που δυο φορές τους παρακίνησε να διώξουν τους Σπαρτιάτες πρέσβεις, όταν είχαν έρθει ζητώντας ειρήνη. Μπρός σε κάθε σκηνή φρίκης, σε κάθε πεθαμένο, το φώναζαν: «Δικό σου έργο είναι αυτό, ηλίθιε!». Τόσο του έκαναν το βίο αβίωτο, ώστε τον ανάγκασαν να βγει μόνος του έξω από τα τείχη, οπλισμένος, για να χτυπηθεί με τον εχθρό. «Τρελέ, που πας;» φώναξε η γυναίκα του από ψηλά, μα αυτός, πριν προφτάσει να σκοτώσει Σπαρτιάτη, έπεσε χάμω κατατρυπημένος.
Σαν πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε  η άνοιξη, έστησαν  οι πολιορκημένοι καραούλι στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ ν’ αγναντεύει κατά τη δύση, μήπως φανεί ο Θηραμένης με τις ποθητές προτάσεις  ειρήνης, κι ας ήταν απαράδεκτες. Παραμονές θανάτου, έκαιγε μέσα στην ψυχή των Αθηναίων κάποια φλόγα  ελπίδας. Επί τέλους, κατά τις αρχές του Απρίλη (- 404) φάνηκε από τα περιβόλια της Ακαδημίας η λευκή σημαία ενός κήρυκα και δίπλα ο Θηραμένης. Έτρεξαν οι πολίτες στα τείχη και έσκυβαν να καταλάβουν από την έκφραση του προσώπου του τί μαντάτα έφερνε. Καθώς αργοπορούσαν οι Σπαρτιάτες να τον μπάσουν στην πόλη, η καρδιά τους πήγαινε να σπάσει. Κι όταν άνοιξαν οι ΘΡΙΑΣΙΕΣ Πύλες και πρόβαλε ο Θηραμένης, τον περικύκλωσε όλος ο λαός και τον στρίμωξε, να μάθει τι τους περίμενε: σφαγή; σκλαβιά; γαλήνη; Δοκίμασε να εξηγήσει κάτι, μα με φωνές τον διέκοψαν.
- «Πολλά λες για μας που θέλουμε με δυο λόγια ν’ ακούσουμε αν φέρνεις ειρήνη!».
Κι όταν  τους είπε πως πέτυχε μαλακούς όρους, τόν σήκωσαν στα χέρια και τον πήγανε στην Πνύκα, όπου τους διηγήθηκε πως οι Έφοροι αρνήθηκαν «να βγάλουν το ένα μάτι της Ελλάδας, την Αθήνα» και όρισαν μονάχα να γκρεμίσει τα τείχη της, για να την έχουν οι Σπαρτιάτες στο χέρι. Οι προτάσεις του Θηραμένη έγιναν αμέσως δεκτές και ο στόλος του Λύσανδρου μπήκε στον Πειραιά και μοίρασε τρόφιμα. Την άλλη μέρα, με μουσική από αυλητρίδες και σπαρτιατικά τραγούδια, άρχισαν να γκρεμίζουν τα Μακρά Τείχη, που σήμαινε πως το λαμπρό Άστυ του Περικλή σκλαβωνόταν. Κι όμως  οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί λέγαν, πως μόλις σήμερα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας, ενώ οι δημοκρατικοί, με την καρδιά θλιμμένη, απόστρεψαν το πρόσωπο από την ατίμωση και παρηγορήθηκαν με την ιδέα πως από δω και πέρα πάλι θα τρώνε.
Ρώτησε ο Φαίδρος το Σωκράτη να μάθει τη γνώμη του για τα γενόμενα:
- «Οι Θεοί, παιδί μου, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, πάντα τιμωρούν την ύβρη. Εμείς προσβάλαμε τ’ ανθρώπινα αισθήματα, σκοτώνοντας άδικα τους ΜΗΛΙΟΥΣ. Έπρεπε η Αθήνα να πληρώσει...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου