Το
καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και
βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του
νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει.
Μεγαλώνει, ωσόπου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής
παραλίας.
-
Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες.
Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί,
εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο
πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη
μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.
Οι
σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω
στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.
Οι
σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν
μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα.
Η Κίρκη
είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το
ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει. Ύστερα
τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα,
αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο,
κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο
πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο: Τα δυο
σον χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε. Οι
σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα και
στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα,
μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται,
να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.
Λουτσάνε
και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το
μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα
γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος.
Ο
Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι
δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Αδημονεί, συγχύζεται,
κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει
ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται.
Και θιαμάζεται και δεν πιστεύει.
- Σε
καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού 'στειλες πάλι!
Τότε
αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της
αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη
του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιάς συλλαβαίνει ολόκληρη
την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε οι ψυχολόγοι
της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο,
και σκούζει στη μάγισσα.
- Πίσω,
άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα
τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι
με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.
Η Κίρκη
πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί. Σηκώνει
το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας- ένας
αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των
ζώων. Αγάλιγάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια,
μεταμορφώνουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.
Ο
βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα
με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει
μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:
- Καημένη
μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το
γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι
και γυναίκα.
Είπε,
και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το παράγγελμα:
-
Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.
Αυτή
είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε
στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριών χρονών.
Θα
καρυκέψουμε και λίγο το μάθημα με μια πρόχειρη γαρνιτούρα.
Γραμματική, λίγη σύνταξη, λέξεις, εικόνες, στοιχεία εποχής,
διαγραφή χαρακτήρων και τα συναφή. Πάει καλά.
Ένας
μαθητής μικρός, μικρούτσικος, δοκιμάζει να ξηλώσει στην άκρη το
στερεό ύφασμα που ύφανε ο αργαλειός της τάξης.
- Μα
καλά, κυρ δάσκαλε, αυτός είν' ο Όμηρος; Ένα τέτοιο παραμύθι
θα μπορούσε κι η γιαγιά μου να το πλάσει. Για να μας νανουρίζει
τις νύχτες με το φεγγάρι. Λίγο αλαφροΐσκιωτη νά 'τανε, λίγο
νεραϊδοπαρμένη, και φτάνει. Αυτός είν' ο Όμηρος;
Αυτός
είν' ο Όμηρος; ερωτάμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ο πατέρας
των ποιητών; Όπως έλεγε κι ο ίδιος για το Δια, ο πατέρας των
θεών.
Ο
Όμηρος, στους Έλληνες ο πρώτος, η πύλη του πολιτισμού
της Ευρώπης, η ακένωτη πηγή της σοφίας;
- Οι
τραγωδίες μου είναι ψίχουλα από την πλούσια τράπεζα του Ομήρου,
έλεγε ο Αισχύλος. Κι ένας ζωγράφος, ο Γαλάτων, εζωγράφισε
ένα συμπόσιο σε πολυτελή αίθουσα. Έβαλε γύρω- τριγύρω
όλους τους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς, και στη μέση ο Όμηρος.
Τριάντα
αιώνες τώρα τον μελετάμε. Τον διδάσκουμε, τον σπουδάζουμε,
τον εξηγάμε, τον σχολιάζουμε, και στην ακρη του δεν
εφθάσαμε. Κι ούτε θέλει να φτάσουμε ποτές. Αυτός λοιπόν είν' ο
Όμηρος; Ένας ανοϊκός γεροντάκος; Σε καλό μας, δηλαδή.
Ο
μαθητής με τα έξυπνα μάτια έχει δίκιο. Μας προκαλεί.
Να
αποβάλουμε τη συνδρομή αφέλεια που, χωρίς οι ίδιοι να το νιώθουμε,
κατεβάζει το δάσκαλο στην ηλικία του μαθητή. Ο μαθητής
μας προκαλεί να ιστορήσουμε αλλοιώτικα την ιστορία.
Όχι πια
για τα παιδιά, αλλά για τους γερόντους. Κάπως έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου