Όταν έγινε το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) και Βατικανού, ο τότε επικεφαλής Πάπας της Ρώμης και του Βατικανού αναθεματίστηκε και αφορίσθηκε δημόσια απ’ τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το δε ανάθεμα τοποθετήθηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας.Το μίσος αυτό έστρεψε την πορεία των Σταυροφοριών εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με αποτέλεσμα την πρώτη άλωση της Κων/πολης κατά την Δ΄ Σταυροφορία. Για άλλη μία φορά η Εκκλησία καθόριζε αρνητικά την μοίρα του Βυζαντίου. Μετά την ανακατάληψη της Κων/πόλεως απ’ τους Βυζαντινούς κάθε ενωτική προσπάθεια απ’ τους αυτοκράτορες Ανδρονίκου Γ΄, Ιωάννου του Κατακουζηνού, Μανουήλ Παλαιολόγου και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατέρρευσαν μπροστά στις αντεθνικές και προδοτικές θέσεις των ιεραρχών.
Την εποχή εκείνη ένας άτακτος σχετικά στρατός εκείνος των Οθωμανών θα κινηθεί κατά της διαλυμένης απ’ το Πατριαρχείο και το Χριστιανισμό, Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο αρχηγός των Οθωμανών ο Μωάμεθ ο Β΄ γνωρίζοντας το έργο και την επιρροή των ρασοφόρων πάνω στον θρησκόληπτο και δεισιδαίμονα λαό, χρησιμοποίησε διαβρωτικά την δύναμή τους για την εκπόρθηση της Πόλης. Και φυσικά αυτό το πέτυχε με την πλήρη σύμπραξη του τότε Πατριάρχη Γεωργίου Κουρτέση ή Γεώργιου Σχολάριου Γεννάδιου και της ανθενωτικής του ομάδας.
Ο Σχολάριος, φανατικός υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και ανυποχώρητος εχθρός της ένωσης των δύο Εκκλησιών, έφυγε οργισμένος απ’ την σύνοδο της Φερράρας όπου η Βυζαντινή αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ιωάννη Παλαιολόγο παρακαλούσε τους Δυτικούς για την «ένωση» και το μέλλον της Κων/πολης. Ο Σχολάριος στα βήματα του σκοταδισμού και της προδοσίας που ακολούθησε αφόρισε δημόσια τον Πλήθωνα και έκαψε το «Περί Νόμων» σύγγραμμα του.
Κατά την περίοδο της πολιορκίας οι ανθενωτικοί ιεράρχες του Πατριαρχείου τρομοκρατούσαν τον λαό και τους λίγους πολεμιστές με επαίσχυντες προφητείες ότι δήθεν ο θεός με την μορφή πυκνού νέφους ή μέσα απ’ τους καπνούς και την ομίχλη εγκατέλειπε την Πόλη, ή ανατίναζαν με εκρηκτικά ολόκληρες αποθήκες όπλων και τροφίμων, ή προέτρεπαν τον κόσμο να αυταμολήσει στους Οθωμανούς. Ο ίδιος ο Σχολάριος περιφερόταν αλλόφρων στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως διαλαλώντας ότι «είναι πιότερο το τούρκικο σαρίκι απ’ την παπική τιάρα» και ότι «είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει». Τέλος, υπάρχει και η άποψη, ότι οι ανθενωτικοί ιεράρχες άνοιξαν την Κερκόπορτα για να εισέλθουν οι Τούρκοι μέσα.
Ο Τούρκος κατακτητής, ως αναγνώριση της συμβολής στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και των πολύτιμων υπηρεσιών που παρείχαν οι ρασοφόροι, τους αντάμειψε με εξουσία και πλούτο πολύ μεγαλύτερης εκείνης την οποία κατείχαν επί χριστιανών βασιλέων. Τα λόγια του ίδιου του Μωάμεθ προς τον συνεργάτη του Γεννάδιο είναι χαρακτηριστικά: «Πατριάρχευε κρατώντας όλα τα προνόμια τα οποία εσύ θέλεις, όπως και οι πριν από εσένα πατριάρχες είχαν».
Επίσης ο Βυζαντινός ιστορικός Φραντζής γράφει για το γεγονός: «Ο Μωάμεθ έδωσε προστάγματα έγγραφα στον πατριάρχη, με εξουσία βασιλική υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον σουλτάνο, ποτέ και κανείς να μην ενοχλήση ή αντιταχθή αυτού και να είναι αυτός κυρίαρχος, και απόλυτος επί παντός εναντίου. Τέλος και από φόρους ελεύθερος να είναι και αυτός και οι πατριάρχες του αιωνίως, καθώς και οι υπόλοιποι που ανήκουν σ’ αυτόν αρχιερείς». (Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», σελ.168).
Ο Σχολάριος, ο υμνητής του Μωάμεθ και μέγας διώκτης της ενώσεως των Εκκλησιών, ήταν τόσο αντίθετος του Ελληνικού Πνεύματος και μισούσε με τέτοιο πάθος κάθε τι το ελληνικό, που αρνιόταν με κάθε τρόπο και αυτόν ακόμα τον τίτλο του Έλληνα πατριάρχη.
Για τον Μωάμεθ το Πατριαρχείο και ο κλήρος θα γινόταν το αστυνομικό όργανο και μέσο για την ολοκληρωτική υποταγή των Ρωμιών.
Απότοκο των συμφωνιών, που ανάγονται στην περίοδο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί ο όρκος που έδιναν οι πατριάρχες, όταν ανελάμβαναν τα καθήκοντά τους. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για μια απλή ομολογία πίστης προς το σουλτάνο, αλλά για μια δήλωση υποταγής, όχι μόνον στον «κραταιόν αυτοκράτορα βασιλέα», αλλά και στη γυναίκα και στα παιδιά του («ου μόνον εις τον βασιλέα, αλλά και εις την βασίλισσαν και εις τα βασιλίδια»), ακόμα και στους γαμπρούς του.
To 1905 εκδόθηκαν από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο υπό την επιστασία του αρχειοφύλακα του Πατριαρχείου Καλλίνικου Δελικανή τα σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα από το 1564 έως το 1863, που αφορούσαν στις σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με διάφορες ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο όρκος υποταγής στο σουλτάνο, που έδιναν οι πατριάρχες επί Τουρκοκρατίας είναι καταγεγραμμένος στον τρίτο τόμο. Δημοσιεύεται παρακάτω ένα απόσπασμα, ενδεικτικό της πατριαρχικής δουλοπρέπειας έναντι της οθωμανικής εξουσίας.
Στο τρίτομο έργο του αρχιμανδρίτη Καλλίνικου Δελικανή, αρχειοφύλακα του Οικουμενικού Θρόνου, περιέχεται η άγνωστη αλληλογραφία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με άλλα «αδελφά» πατριαρχεία (από το 1564 έως το 1863) με νουθεσίες, συστάσεις και οδηγίες για υποταγή στη σουλτανική εξουσία, εκφοβισμούς κι αφορισμούς.
«Ομολογώ δια της παρούσης μου εγγραφής ίνα φυλάττω προς σε τον κραταιόν αυτοκράτορα βασιλέα καθαράν πίστιν και εύνοιαν, καθά χρεωστώ τούτο από φυσικού και νομίμου χρέους, και ίνα υπάρχω εις τον ορισμόν και εις το θέλημα και εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου, και κατά παντός ανθρώπου εναντιουμένου τω παρόντι όρκω· (…) ου μόνον εις τον βασιλέα, αλλά και εις την βασίλισσαν, και εις τα βασιλίδια αυτών τον όρκον απευθύνει λέγων· ει δε συμβή το κοινόν τινι αυτών αποδούναι χρέος, ίνα έχω απεντεύθεν χωρίς αμφιβολίας οιασδήτινος η χρείας ετέρου όρκου προς τον περιπόθητον υιόν της αγίας σου βασιλείας φυλάσσειν επ’ αυτόν την αυτήν καθαράν πίστιν και άδολον εύνοιαν.
(…) Σωζομένης δε της προς αυτόν πίστεως, και ευνοίας μου, και της τιμής της βασιλείας σου, ίνα υπάρχω εις τον ορισμόν και εις το θέλημα και πρόσταγμα της περιποθήτου αυγούστης της αγίας σου βασιλείας· (…) ίνα υπάρχω εις τον ορισμόν και εις το θέλημα και πρόσταγμα της βασιλείας σου και ποιήσω καθώς αν διορίσηται η βασιλεία σου εγγράφως τε και αγράφως, η περί της περιποθήτου σου θυγατρός της περιφανεστάτης ( . . . . ) και του μέλλοντος αυτή συζευχθήναι, η περί άλλης τινός οικονομίας ορισθησομένης παρά της βασιλείας σου.
Εάν δε γένηται οιοσδήτις δισταγμός, η αμφιβολία, απευθύνω εμαυτόν εις την περί τούτων ερμηνείαν, κατά τον ορισμόν της βασιλείας σου, και ως φυλάξω ταύτα δια της παρούσης μου εγγραφής σώα και απαράθραυστα, εκτός δόλου και πάσης παροικίας, η παρερμηνείας τινός· ούτως είη μοι και το θείον ίλεων.
(…) Φυλάσσειν προς μεν τον βασιλέα πίστιν ορθήν, προς δε τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις και συνηθείας έχειν γνώμην αμετακίνητον, και μηδαμώς νεωτερίζειν εν ταύταις· άλλως δε ποιούντα ταύτα και απαυθαδιάζοντα η προς τον βασιλέα, η προς τας εκκλησιαστικάς διατυπώσεις εκπίπτειν της αξίας, ώστε ου μόνον αρχιερέα, αλλά ουδέ χριστιανόν λέγεσθαι· τούτο γαρ σημαίνει το από Χριστού μη κεκλήσθαι, ως τον χριστόν Κυρίου παρενοχλούντα».
1 σχόλιο:
Αν κρίνω από την επισυναπτόμενη σε αυτό το άρθρο ανάρτηση η προδοσία για αυτούς είναι κληρονομική. Και εις ανώτερα.
Α.
Δημοσίευση σχολίου