-Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είνε παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε, και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Εσκοτώθηκαν τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι.
Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο.
Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα.
Όπως παλαιά οι αχαιοί τον Πάτροκλο.
Τον κλαίει ο γερο – Νοταράς.
Γονατιστός τον έκλαιγε.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης , ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κετεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ' αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες.
Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαζόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
- Α! Βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ' Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι.
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου