Οι
Έλληνες δεν απόκρυψαν το φρικαλέο της ζωής, για να το αγνοήσουν. Εάν δεν
εμαρτύρησαν, ό,τι εγνώριζαν και είδαν, το έπραξαν, γιατί ούτε να
συγχωρήσουν το κακό, ούτε τον εαυτό τους να ξεγελάσουν ανέχτηκαν. Οι Έλληνες
δεν υπήρξαν ούτε απατεώνες, ούτε απατημένοι. Ενικήθηκαν από τον εχθρό, αλλά
πρώτα είχαν τον εαυτό τους νικήσει. Την ώρα του θριάμβου ο νικητής, δεν
αντίκρισε του ηττημένου την συντριβή, αλλά του αντιπάλου την περιφρόνηση.
Απογοήτεψη εδοκίμασε, αντί για την βάρβαρη χαρά που επερίμενε. Απογοήτευση και
εντροπή. Έτσι ο ηττημένος εκράτησε και ο νικητής επικράνθει.
Δεν
είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος άφηκε έξω από την Ιλιάδα την οδήγηση του θανάτου του
Αχιλλέα. Μια τέτοια παράληψη από την άποψη της δραματικής οικονομίας του έπους
και εφόσον ο Αχιλλέας είναι η κεντρική ηρωική μορφή θα ήταν σφάλμα, που μόνο
του παιδιού η μωρία θα ημπορούσε να δικαιολογήσει. Αλλά το πρωταρχικό για τον
ποιητή δεν ήταν να διηγηθεί, πως ο Αχιλλέας πεθαίνει, πως τον ενίκησε ο
θάνατος. Εκείνο που εβιαζόταν να ιστορήσει ο Όμηρος είναι το πως ο ίδιος ο
ήρωας νικά τον εαυτό του, πως υψώνεται ως του θανάτου την κατάφαση και κατανικά
την ανάγκη του κακού:
κῆρα δ᾽ ἐγὼ τότε δέξομαι
(κι ο θάνατος καλώς να 'ρθει)
Η περιγραφή του θανάτου του Αχιλλέα στην μάχη θα ήταν ποίηση χωρίς Λόγο.
Ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες απόκρυψαν το δεύτερο πρόσωπο δεν ήταν
αποκρυπτικός, αλλά αποκαλυπτικός. Δηλώνει πως εφανέρωσαν το πρόσωπο τούτο
νικημένο από την κυριαρχία τους. Είναι ο τρόπος της καλυμμένης φανέρωσης. Την
αγωνία και τον τρόμο τους από την κάρπωση της αλήθειας δεν έφεραν ποτέ στην
επιφάνεια ασυγκάλυπτα και γυμνά. Τα τέρατα που δεν εγνώρισε η τέχνη τους ήταν
ανάγκη να τα κρύψουν μέσα τους και καθώς αυτά κατάτρωγαν τα σπλάχνα τους,
εκείνοι όφειλαν την σπαρακτική τους κραυγή να κάνουν φωνή μουσική, τραγούδι,
για να γοητεύουν και να κοιμίζουν τα τέρατα. Γιατί αλίμονο εάν το θηρίο
ανέβαινε στην επιφάνεια. Εάν για μια στιγμή ξέφευγε από τους ασκούς ο φονικός
τυφώνας του Αιόλου. Εάν αντίκριζαν στο πρόσωπο την κεφαλή της Μέδουσας.
Στους
Δελφούς ο μαντικός Λόγος του Απόλλωνα πηδά και κελαρύζει πάνω ακριβώς από τα
αίματα και τη σήψη του τέρατος. Η Πυθία συμβολίζει το μουσικό φερέφωνο του
θεού, αλλά διασώζει και την ονομαστική μνήμη του Πύθωνα. Του θηρίου που δεν
εσκότωσε ο Απόλλων, αλλά που συνεχώς ενάρκωνε (ενέκρωνε) ο μεγάλος πόνος του
ανθρώπου, αφού ημπόρεσε να γίνει μουσική. Αυτή η αιτία ερμηνεύει γιατί η Ελλάδα
ήταν η χώρα των μαντείων και των χρησμωδών. Και γιατί οι χρησμοί και οι
μαντείες ήταν ο ακατανόητος Λόγος των νοημάτων.
Οι
Έλληνες απόκρυψαν το δεύτερο πρόσωπο, όπως η φύση αγαπά να κρύβει τον εαυτό
της. Ο Λόγος τους ήταν σημείο. Ούτε φανέρωση (το Είναι), ούτε απόκρυψη (το μη
Είναι). Εάν οι δύο αρχές του κόσμου είναι το Είναι και το μη Είναι, ο Λόγος των
Ελλήνων οντοποιεί το ανθρώπινο σύμπαν με όλες τις ιδιότητες, τα γνωρίσματα και
τα σύνδρομα του κοσμικού σύμπαντος.
Πόσο δύσκολο ήταν να επιτύχουν αυτή την κυριαρχία οι Έλληνες, εκείνοι μόνο το
εγνώριζαν. Και εκείνοι μόνοι εγνώριζαν σε όλο το βάθος την αξία του άθλου τους.
Για
αυτό ετόλμησαν (πόση τόλμη!) να δώσουν στον κόσμο όχι την απλή επίφαση, αλλά το
κυριολεκτικό νόημα του κόσμου των θεών. Η αρμονία και η μακαριστή τάξη του
Ολύμπου συγκετέβηκε στην χώρα των θνητών. Ο θεός μπήκε στο εργαστήρι του γλύπτη
και ο αοιδός ανέβηκε στα συμπόσια των αθανάτων. Ο ανθρώπινος βίος έγινε
"φανός" και τα εφιαλτικά στοιχεία ημέρωσαν σε "ολόκληρα, απλά,
ατρεμή, και ευδαίμονα φάσματα".
Το
παραπάνω απόσπασμα είναι από την διδακτορική διατριβή του Λιαντίνη που
πραγματεύεται τις ελεγείες του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου