Ο
Λιβάνιος (γεννημένος στην Αντιόχεια το 314) ήταν ο πολυγραφότερος συγγραφέας
της αρχαιότητας, ο «μεγαλύτερος ρήτορας και σοφιστής του αιώνα του», το
«σταθερό πρότυπο ύφους για όλους τους μεταγενέστερους (βυζαντινούς) ρήτορες,
δασκάλους και ανθρώπους των γραμμάτων», δάσκαλος ο ίδιος του Μεγάλου Βασιλείου,
του Ιωάννου Χρυσοστόμου, αλλά και του Ιουλιανού. Το τεράστιο σε όγκο έργο του
αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας. Σε
μια εποχή που η ανθρωπότητα διάβαινε το κατώφλι του Μεσαίωνα, ο Λιβάνιος υπερασπίστηκε
τον ελληνικό πολιτισμό και, παραμένοντας πεισματικά εθνικός, επέλεξε την οδό
της αντιπαράθεσης με τον μισαλλόδοξο σκοταδισμό των πιστών του χριστιανικού
δόγματος. Στην Ελλάδα, το όνομα και το έργο του παραμένουν εδώ και αιώνες στην
αφάνεια και η «επίσημη» φιλολογία τον αγνοεί σκανδαλωδώς...
Ο
Ευνάπιος, σύγχρονος του Λιβάνιου, στους «Βίους φιλοσόφων και σοφιστών» γράφει:
"Κυκλοφορούν
πολλά βιβλία του Λιβάνιου κι όποιος έχει μυαλό και τα διαβάσει ολόκληρα, έχει
να μάθει. Ο Λιβάνιος είχε και μεγάλη ικανότητα να εκφωνεί λόγους πάνω σε
ζητήματα πολιτικά και εκτός από τις πολιτικές αγορεύσεις, με μεγάλη ευκολία και
τόλμη συνέθετε και ομιλίες προς τέρψιν του κοινού των θεάτρων. Όταν οι
κατοπινοί βασιλείς τού πρόσφεραν το υψηλότερο αξίωμα, καλώντας τον να δεχτεί
τον τιμητικό τίτλο του έπαρχου της αυλής, δεν το αποδέχτηκε, λέγοντας ότι η
ιδιότητα του σοφιστή είναι ανώτερη. Κι είναι πράγματι αξιέπαινο αυτό, δεδομένου
ότι η μόνη δόξα που κυνηγούσε είναι εκείνη που κερδίζει κανείς χάρη στη μόρφωσή
του και ότι κάθε άλλη δόξα τη θεωρούσε «δημώδη» και πρόστυχη.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα, αφήνοντας σε όλους ένα αίσθημα θαυμασμού προς το
πρόσωπο του".
Από την
πλευρά τους, οι χριστιανοί έβλεπαν στο πρόσωπο του Λιβάνιου τον ιδεώδη δάσκαλο,
εκείνον που θα τους παρείχε τα εφόδια ώστε να ξεφύγουν από την πνευματική
μιζέρια και να ανοιχτούν στην κοινωνία ως ισοδύναμοι των εθνικών. Έτσι, από τα
χέρια του Λιβάνιου πέρασε ο αξιολογώτερος χριστιανός όλων των εποχών, ο Μέγας
Βασίλειος, καθώς και το μετέπειτα «βαρύ πυροβολικό» του Xριστιανισμού, ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο τελευταίος δεν δίστασε αργότερα να επιτεθεί στον
Λιβάνιο, λούζοντάς τον με βρισιές που μόνο από ένα «χρυσό στόμα» δεν θα
περίμενε κανείς να βγουν: «Ω μιαρέ... Ω ληρόσοφε... Άθλιε και ταλαίπωρε».
Ο Χρυσόστομος
βρίζει τον παλιό του δάσκαλο επειδή ο δεύτερος θρήνησε για τον εμπρησμό του
ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη. Στον λόγο του «Εις τον Άγιον Βαβύλαν», οργίζεται
με τον Λιβάνιο που τόλμησε να πει ότι την φωτιά την έβαλε ανθρώπινο χέρι, και
υποστηρίζει (ο Χρυσόστομος) ότι τον ναό τον έκαψε ο ίδιος ο θεός των
χριστιανών. Και συμπεραίνει: «Πράγματι, οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά· δεν
υπάρχει ώριμος Έλληνας» -κι αυτό επειδή δεν πίστευαν, όπως εκείνος, ότι δράστης
του εμπρησμού ήταν ο Θεός...
Αντιθέτως,
με τον Μέγα Βασίλειο ο Λιβάνιος διατηρούσε ειλικρινή φιλία...
Το
σύνολο των σωζόμενων γνήσιων επιστολών του Λιβάνιου είναι 1.560. Πολλές απ'
αυτές εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε τυπωμένη μορφή το 1499 στη Βενετία από τον
Κρητικό, Μάρκο Μουσούρο. Όπως αναφέρει το βυζαντινό λεξικό Σουίδα, ο Λιβάνιος
«έγραψεν άπειρα»... Είναι πράγματι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητας,
ίσως του κόσμου ολόκληρου. Σώζονται 60 Λόγοι (ο υπ' αριθμόν 1, είναι η εκτενής
αυτοβιογραφία του «Λόγος της περί εαυτού τύχης»). Εννέα από τους Λόγους του
έχουν ονομαστεί «Ιουλιανικοί»: Είτε απευθύνονται προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα
Ιουλιανό είτε μιλούν γι' αυτόν. Σ' αυτούς περιλαμβάνεται και ο «Θρήνος για τον
Ιουλιανό», ο «Επιτάφιος για τον Ιουλιανό» και ο Λόγος «Περί της τιμωρίας
Ιουλιανού», γραμμένος 15 χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του αυτοκράτορα στην
τελευταία μάχη του με τους Πέρσες.
Ο Λόγος
«Περί της τιμωρίας Ιουλιανού» («Εκδίκηση για τον Ιουλιανό») απευθύνεται στον
Θεοδόσιο που μόλις έχει πάρει την εξουσία (το 379). Έχει προηγηθεί η ήττα των
Ρωμαίων σε μάχη με τους Γότθους στην Αδριανούπολη, όπου βρήκε τραγικό θάνατο ο
αυτοκράτορας Βάλενς, μέγας διώκτης των εθνικών. Ο Λιβάνιος υποστηρίζει ότι ο
Ιουλιανός δολοφονήθηκε από Ρωμαίο στρατιώτη, βαλτό από τους χριστιανούς, ότι
μετά τον θάνατο του τα πράγματα στην αυτοκρατορία πήγαν από το κακό στο
χειρότερο καθώς οι στρατιωτικές ήττες κι οι υποχωρήσεις των Ρωμαίων διαδέχονταν
η μία την άλλη, ότι οι δολοφόνοι έπρεπε να τιμωρηθούν, ότι οι μετέπειτα αυτοκράτορες
που τον διαδέχτηκαν όχι μόνο στάθηκαν ανίκανοι στρατιωτικοί αλλά κυβέρνησαν με
την τρομοκρατία, εξολοθρεύοντας «μυριάδες διαπρεπείς πολίτες» (εθνικούς)...
Ο
Λιβάνιος ήταν ένας από τους λίγους εθνικούς διανοούμενους που βγήκαν ζωντανοί
από τις σφαγές της δεκαετίας του 370. Χάρις στο κύρος του και την ανοχή που
απολάμβανε επί τρεις δεκαετίες (μιας και ως φιλόλογος, ήταν πολύτιμος δάσκαλος
για τους νεαρούς χριστιανούς), ο Λιβάνιος κατά κάποιον τρόπο, είχε το ένα πόδι
χωμένο στην πόρτα εμποδίζοντας την εξουσία να του την κλείσει κατάμουτρα.
Εξαντλεί λοιπόν όλα τα περιθώρια ανοχής, που όπως διαπιστώνει κανείς είναι πολύ
στενά: Δεν του μένει παρά να καταφύγει σε δικονομικά επιχειρήματα αλλά και να
επισημάνει στον θρησκόληπτο Θεοδόσιο ότι είναι προς το οικονομικό του συμφέρον
να αφήσει απείραχτους τους ελληνικούς ναούς, ότι τα αγάλματα χάρη στην
αισθητική τους αξία δεν θα 'πρεπε να καταστραφούν, ότι ένας ναός μπορεί να
στεγάσει μία δημόσια υπηρεσία, ότι οι εθνικοί είναι δουλευτάδες και παράγουν
πλούτο, ενώ οι χριστιανοί είναι κηφήνες και κοινωνικά παράσιτα.
Όμως «εις
μάτην», όπως έγραψε ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Εις μάτην ο
περιώνυμος σοφιστής Λιβάνιος επ' ελπίδι του να συγκινήση την ψυχήν του
Θεοδοσίου, περιέγραψε τα παθήματα του αρχαίου θρησκεύματος... Η φωνή αύτου δεν
εισηκούσθη και το έργον της καταστροφής εξηκολούθησε»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου