Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀδολέσχης.
Καθίζει κοντὰ εἰς ἄγνωστον πρὁσωπον καὶ ἀρχίζει πρῶτον νὰ ἐγκωμιάζῃ τὴν γυναῖκά του, ἔπειτα τοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, κατόπιν περιγράφει τὸ δεῖπνόν του καὶ ἀναφέρει ἕνα ἕνα τὰ φαγητὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ τραπέζι του, ἔπειτα ἀπὸ λόγο σὲ λόγο λέγει ὅτι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι είναι περισσότερον πονηροὶ ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ὅτι τὸ σιτάρι εἰς την ἀγοραν εἶναι ἀκριβό, ὅτι πολλοὶ ξένοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν, ότι μετὰ τὰ Διονύσια εἶναι πλεύσιμος ἡ θάλασσα, ὅτι, ἂν βρέξῃ περισσότερον, θὰ γίνουν τὰ σπαρτὰ καλύτερα, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνο θὰ καλλιεργήσῃ τὸν ἀγρόν του, ὅτι ἡ ζωὴ κατήντησε δύσκολος, ὅτι ὁ Δάμιππος κατὰ τὰ μυστήρια ἤναψε μεγίστην λαμπάδα· — προσέτι ἀναφέρει πόσαι εἶναι αἱ στῆλαι τοῦ ᾨδείου καὶ ὅτι τὸν μῆνα Βοηδρομιῶνα τελοῦνται τὰ (Ἐλευσίνια) Μυστήρια, τον Πυανοψιῶνα τὰ Ἀπατούρια, τον Ποσιδεῶνα τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια· καὶ (ἐξακολουθεῖ) “χθὲς πῆρα ἐμετικόν”, “τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου