XLIV.
Κάποτε ενέσκηψε ασθένεια στη Ρώμη. Από τους γιατρούς ονομάζεται κατάρρους και
προκαλεί βήχα και βραχνάδα στη φωνή. Τα ιερά ήταν γεμάτα από ανθρώπους που
ικέτευαν τους θεούς, γιατί ο λαιμός του Νέρωνα είχε πρηστεί και η φωνή του είχε
βραχνιάσει.
Ο
Απολλώνιος αγανακτούσε με την ανοησία του πλήθους, όμως δεν επέπληττε
κανένα. Αλλά και τον Μένιππο, που εξοργιζόταν μ' αυτά, προσπαθούσε να τον
συνετίσει, προτρέποντας τον να κατανοεί τους θεούς όταν χαίρονται με τους
μίμους των γελοίων.
Όταν αυτά
τα λόγια ανακοινώθηκαν στον Τιγελλίνο, έστειλε ανθρώπους να τον συλλάβουν και
να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο για να απολογηθεί για την ασέβεια προς τον
Νέρωνα. Εναντίον του είχε προετοιμαστεί και κατήγορος που είχε ήδη καταστρέψει
πολλούς και ήταν γνώστης τέτοιου είδους Ολυμπιάδων. Επιπλέον κρατούσε στα χέρια
του κάποιο έγγραφο, όπου αναφερόταν το έγκλημα, και το κουνούσε σαν ξίφος
εναντίον του Απολλώνιου.
Έλεγε
πως είναι ακονισμένο και πως θα τον καταστρέψει.
Ο
Τιγελλίνος ανοίγοντας το έγγραφο δεν βρήκε σ' αυτό ίχνος γραφής, αλλά τα μάτια
του έπεσαν σε ένα λευκό βιβλίο, και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάποιο
δαίμονα. Λένε πως το ίδιο έπαθε αργότερα και ο Δομετιανός.
Πήρε
λοιπόν (ο Τιγελλίνος) τον Απολλώνιο και τον οδήγησε στο απόρρητο δικαστήριο,
όπου αυτή η εξουσία δικάζει στα κρυφά τις πιο σημαντικές κατηγορίες.
Τους
έδιωξε όλους και ρώτησε τον Απολλώνιο ποιος τέλος πάντων είναι. Ο Απολλώνιος
ανέφερε το όνομα του πατέρα του και της πατρίδας του και για ποιο λόγο
φιλοσοφούσε.
Είπε
ότι χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία για να γνωρίσει τους θεούς και να κατανοήσει τους
ανθρώπους, διότι το να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του είναι δυσκολότερο από το
να γνωρίσει τους άλλους.
«Και
πως αναγνωρίζεις, Απολλώνιε», είπε ο Τιγελλίνος, «τους δαίμονες και τα είδωλα;»
«Όπως
και τους φονιάδες και ασεβείς ανθρώπους», απάντησε.
Έλεγε
αυτά τα λόγια ειρωνικά προς τον Τιγελλίνο που ήταν δάσκαλος του Νέρωνα σε κάθε
σκληρότητα και αδιαντροπιά.
«Αν σου
το ζητούσα, θα μπορούσες να κάνεις μια προφητεία;» ρώτησε.
«Πώς», είπε ο
Απολλώνιος, «αφού δεν είμαι μάντης;»
«Και
όμως», είπε, «λένε πως εσύ είσαι αυτός που είπε ότι θα γίνει κάτι σημαντικό και
δεν θα γίνει».
«Αυτό είναι
αλήθεια», είπε, «όμως μην το θεωρείς αποτέλεσμα μαντικής τέχνης αλλά σοφίας
κυρίως που αποκαλύπτει ο θεός στους σοφούς άνδρες».
«Τον Νέρωνα»,
ρώτησε, «γιατί δεν τον φοβάσαι;»
«Διότι
ο θεός», απάντησε, «που σε κείνον έδωσε τα χαρακτηριστικά του φοβερού, εμένα με
έκανε άφοβο».
«Και
ποια είναι η γνώμη σου για τον Νέρωνα;» ρώτησε.
«Καλύτερη
από τη δική σας», είπε ο Απολλώνιος, «γιατί εσείς τον θεωρείτε άξιο να
τραγουδά, εγώ όμως άξιο να σιωπά».
Ο
Τιγελλίνος εξεπλάγη και είπε: «Φύγε, αφού ορίσεις εγγυητές».
Τότε ο Απολλώνιος
είπε: «Και ποιος θα εγγυηθεί για κάποιον που κανείς
δεν μπορεί να συλλάβει;»
Αυτά
φάνηκαν στον Τιγελλίνο δαιμονικά και υπεράνθρωπα και, επειδή πρόσεχε να μην
έρχεται σε σύγκρουση με τους θεούς, είπε: «Πήγαινε όπου
θέλεις. Είσαι πολύ ισχυρός για να εξουσιάζεσαι από μένα».
XLV.
Ένα από τα θαύματα του Απολλώνιου είναι και το εξής. Μια κοπέλα είχε πεθάνει,
όπως φαινόταν, τον καιρό του γάμου της και ο γαμπρός ακολουθούσε το φέρετρο θρηνώντας
για τον ανολοκλήρωτο γάμο. Μαζί του θρηνούσε όλη η Ρώμη γιατί η κοπέλα
καταγόταν από οικογένεια
υπάτων. Ο Απολλώνιος έτυχε να παρευρεθεί σ' αυτή τη συμφορά και είπε: «Αφήστε
κάτω το φέρετρο κι εγώ θα δώσω τέλος στα δάκρυα που χύνετε για τη νέα».
Αμέσως
ρώτησε το όνομα της κοπέλας. Οι περισσότεροι νόμισαν πως θα εκφωνήσει λόγο, σαν
τους επικήδειους που εγείρουν θρήνους, όμως ο Απολλώνιος το μόνο που έκανε ήταν
να αγγίξει την κοπέλα και, αφού ψιθύρισε κάτι, ξύπνησε την κοπέλα από τον
φαινομενικό θάνατο. Η νέα έβγαλε
μια φωνή και επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της, όπως η Άλκηστη, όταν ο Ηρακλής
την ξαναέφερε στη ζωή (Τον
μύθο της Αλκηστης δραματοποίησε και ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του. Όταν
η Αλκηστη δέχτηκε να πεθάνει στη θέση του άνδρα της Αδμήτου, ο Ηρακλής πήγε στον
Αδη και την έφερε πίσω.). Οι
συγγενείς ήθελαν να του δώσουν χρηματική αμοιβή εκατόν πενήντα χιλιάδες, όμως
τους είπε να κρατήσουν τα χρήματα για την προίκα της νέας.
Αν βρήκε στη νέα κάποια
σπίθα ζωής, που διέφυγε απ' αυτούς που τη φρόντιζαν, — γιατί λέγεται ότι, παρ'
όλο που ψιχάλιζε τότε, ατμός βγήκε από το πρόσωπο της— ή αν ξαναζωντάνεψε μια
σβησμένη ψυχή, αυτό είναι κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε, ούτε εγώ ούτε όσοι
έτυχε να είναι παρόντες.
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
- ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ Δ'
Το 81
μ.κ.ε. βασιλεύει στην Ρώμη ο Δομιτιανός. Αρχικά βασίλευσε καλά, αλλά στην
συνέχεια η βασιλεία του έγινε μία αφόρητη τυραννία για τους υπηκόους του. Οι
κατηγορίες του Απολλώνιου κατά του Αυτοκράτορα και η αλληλογραφία του με τους
φίλους του Ρούφο, Όρφιτο και Νέρβα που εξόρισε ο Δομιτιανός το 92 μ.κ.ε. από
την Ρώμη ο Δομιτιανός, έγιναν οι βασικές αιτίες για την σύλληψη του και τις
κατηγορίες εναντίον του.
Φυλακίζεται,
δικάζεται, και την ημέρα της δίκης του εξαφανίζεται μέσα απ’ το δικαστήριο και
παρουσιάζεται 200 χιλιόμετρα πιο μακρυά στον χώρο της Δικαιαρχίας, όπου είχε
στείλει πριν τον Δάμι προφητεύοντας του να πάει εκεί και να περιμένει, μαζί με
τον Δημήτριο όταν ακόμα ευρίσκετο στην φυλακή. «Ας αφήσουμε όμως και πάλι τον
Φιλόστρατο να μας διηγηθεί.
«Ο
Δάμις είχε ξεσπάσει σε δάκρυα και είπε: «Άραγε, θεοί, θα ξαναδούμε ποτέ τον
καλό και ενάρετο φίλο;». Ο Απολλώνιος που ήδη είχε παρουσιασθεί στο σπήλαιο των
νυμφών, τον άκουσε και είπε: «Θα δείτε ή μάλλον ήδη τον είδατε». «Ζωντανό;»
είπε ο Δημήτριος «γιατί αν είσαι πεθαμένος, δεν θα σταματήσουμε να θρηνούμε για
σένα». Ο Απολλώνιος άπλωσε το χέρι του και είπε: «Πιάσε με, κι αν σου ξεφύγω,
είμαι οπτασία που ήρθε από τον κόσμο της Περσεφόνης, σαν κι αυτές πού στέλνουν
οι θεοί του κάτω κόσμου σε όσους η λύπη τους είναι δυσβάσταχτη.
«Αν με
ακουμπήσεις και δεν χαθώ, πείσε και τον Δάμι ότι είμαι ζωντανός και δεν έχω
χάσει το σώμα μου». Δεν μπορούσαν πια να είναι δύσπιστοι, σηκώθηκαν, τον
αγκάλιασαν, τον φιλούσαν και τον ρωτούσαν για την απολογία. ο Δημήτριος νόμιζε
πως δεν είχε καν απολογηθεί, γιατί αλλιώς θα θανατωνόταν ακόμα και χωρίς να
έχει αποδειχθεί η ενοχή του. Ο Δάμις είχε την γνώμη πως είχε απολογηθεί, όμως
συντομότερα απ’ ό,τι περίμεναν, γιατί δεν φανταζόταν πως είχε τελειώσει την
απολογία του εκείνη την μέρα.
Ο
Απολλώνιος είπε: «Έχω απολογηθεί, φίλοι μου, και απαλλάχθηκα από την κατηγορία.
Η απολογία μου τελείωσε σήμερα, πριν από λίγες ώρες, όταν κόντευε πια
μεσημέρι». «Πώς λοιπόν», είπε ο Δημήτριος, «κατάφερες να κάλυψης τόσο μεγάλη
απόσταση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;». Ο Απολλώνιος είπε: «Έκτος από
ιπτάμενο κριάρι και φτερά κολλημένα με κερί φαντάσου ό,τι άλλο θέλεις και
θεώρησε αυτό το ταξίδι θεϊκό έργο». «Πάντα πίστευα», είπε ο Δημήτριος, «πως οι
πράξεις και τα λόγια σου είναι θεόπνευστα, και σε κάποιο θεό οφείλεται αυτό που
τώρα συμβαίνει» (XII).
Αυτά τα
φοβερά λοιπόν συνέβησαν, όταν ο Απολλώνιος θα έπρεπε κανονικά να εκείτο νεκρός
κάπου στην «Ρώμη, αφού οι κατηγορίες πού είχε δεχθεί, οδηγούσαν σίγουρα στην
ποινή του θανάτου. Και ποιες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του;
Πρώτον:
Συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα, μαζί με τον κύκλο του Νέρδα.
Δεύτερον:
Κατηγορία Μαγείας κυρίως λόγω της μαντικής ικανότητας του Απολλώνιου.
Τρίτον:
Κατηγορία ότι το πλήθος λόγω των ικανοτήτων του, των θαυμάτων και των προφητιών
του, τον λατρεύει σαν θεό.
Και η
απάντηση του Απολλώνιου σε όλα αυτά; Ενώ οι φίλοι του και μαθητές του, ο
Δημήτριος και ο Δάμις τον συμβούλευαν να φύγει στην Αίγυπτο ή την Λιβύη για να
σωθεί, αυτός αντίθετα αποκρούει τις προτάσεις φυγής και παρουσιάζεται αυθόρμητα
στην Ρώμη για να δικασθεί. Ήξερε και πάλι προφανώς ότι θα επακολούθηση.
https://theancientwebgreece.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου