στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
1903
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου