Τρίτη 16 Μαΐου 2023

ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΑΛΛΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1829 (Μέρος Πρώτο)

Hugh 'Grecian' William Williams, Σκώτος ζωγράφος [1773 – 1829]
Δεκαετία 1820, Αθήνα, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με θέα προς το Φάληρο.
Πηγή εικόνας: https://www.facebook.com/photo/

Με τον τίτλο “Αι Αθήναι στα 1829”, ένας περίφημος Γάλλος συγγραφέας, ο Edgar Quinet, δημοσίευσε την εποχή εκείνη σ’ ένα παρισινό περιοδικό τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στην τουρκοκρατημένη ακόμη Ελλάδα. Μερικά αποσπάσματα από την περιγραφή του φαντάζουν πολύ περίεργα. Ιδού ορισμένα:

Πλέαμε γιαλό-γιαλό την παραλία του Πειραιά, χωρίς να βλέπουμε κανένα σημείο ζωής. Ούτε βάρκα φαινόταν ούτε άνθρωποι ούτε ζώο κανένα. Βαθιά σιωπή παντού, σαν να ήταν ολότελα έρημη και ακατοίκητη η γη εκείνη.

Στο βάθος του μικρού κόλπου ασπρολογούσαν τα ερείπια της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος, που είχε καταστραφεί τώρα τελευταία. Έξαφνα, τρεις Τούρκοι στρατιώτες βγήκαν από ένα κανονιοστάσιο, χτισμένο στον λόφο της Μουνυχίας (Καστέλλα) και κατηφόρισαν γρήγορα προς το μέρος μας.

Στο καΐκι μας είχαμε τρεις Υδραίους ναύτες κι έναν Αθηναίο διερμηνέα. Περιμέναμε, λοιπόν, με ανυπομονησία να δούμε πώς θα υποδέχονταν οι Τούρκοι τους Έλληνες, με τους οποίους βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.

Όταν οι Τούρκοι προχώρησαν αρκετά, ώστε η φωνή μας να μπορεί να φτάσει καθαρά έως αυτούς, ο διερμηνέας μας τους φώναξε ότι επιθυμούσαμε να μιλήσουμε στον Αγά. Συγχρόνως, ενώ η βάρκα μας πλεύρισε τη στεριά, ο διερμηνέας μας πήδησε έξω, μαζί με έναν από εμάς και προχώρησε στον προμαχώνα, παρακολουθούμενος από έναν Αλβανό.

Εν τω μεταξύ, οι δελήδες (Τούρκοι ιππείς) πέρασαν κοντά μας καλπάζοντας, δίχως να στραφούν να μας κοιτάξουν, ενώ τους ακολουθούσε ένα κοπάδι σκύλων.

Ύστερα από μισή ώρα, ο διερμηνέας γύρισε, φέρνοντας ευχάριστες ειδήσεις. Ο Αγάς μάς επέτρεψε την έξοδο από τη βάρκα και μάλιστα, θα μας έστελνε και άλογο, για να μεταφέρει τα πράγματά μας στην Αθήνα.

Κατά την αναμονή μας, πήγαμε να αναπαυθούμε κάτω από τους θόλους του Μοναστηριού. Στρατιώτες αλήτες περνούσαν κοντά μας, στέκονταν και μας θωρούσαν περίεργα. Ήταν σχεδόν γυμνοί, άγριοι και πειναλέοι. Σχεδόν ερωτοτροπούσαν με τα τρόφιμά μας και στο τέλος, ρίχτηκαν και μας τα άρπαξαν.

Ένας νέος Αιγύπτιος στρατιώτης έβαλε το στόμα του στην κάνουλα ενός μικρού βαρελιού με ρούμι, ήπιε μπόλικο και έπεσε καταγής αναίσθητος από το βαρύ μεθύσι. Οι Τούρκοι αυτοί συμπεριφέρονταν σαν τρελοί! Πυροβολούσαν κατά των πετρών ή εναντίον της θάλασσας κι έπειτα ξαναγύριζαν να καθίσουν κοντά μας, άφωνοι, ασάλευτοι, σαλεμένοι…

Ένας από τους Υδραίους μας, που καταλάβαινε τουρκικά, μας είπε ότι οι Τούρκοι έλεγαν μεταξύ τους πως είμαστε κατάσκοποι και ότι έπρεπε να μας αποκεφαλίσουν! Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, ευτυχώς, κατέφτασε η συνοδεία που μας είχε υποσχεθεί ο Τούρκος διοικητής των Αθηνών, ο Αγάς. Φορτώσαμε τότε πάνω στ’ άλογο τις αποσκευές μας. Η βάρκα μας απομακρύνθηκε από την ακτή, εκτός βολής πυροβόλου, περιμένοντας αντίκρυ στο λιμάνι την επιστροφή μας. Κι έτσι, κινήσαμε πεζοί κάτω από έναν ήλιο λαμπρότατο και φλογερότατο.

Ύστερα από λίγα λεπτά είδαμε τα πρώτα ίχνη των περίφημων Μακρών Τειχών των αρχαίων Ελλήνων. Δέος! Πού και πού απαντούσαμε τα χαρακώματα που κατασκεύαζαν οι σύγχρονοι Έλληνες στην άτυχη εκείνη εκστρατεία τους, όπου σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης.

Σε κάθε βήμα μας, κορμοί δέντρων πεσμένων και μισοκαμένων εμπόδιζαν το διάβα μας. Αλλά ήταν εύκολο να παραμείνουμε στη στράτα μας και να μη λοξοδρομήσουμε, γιατί είχαμε στυλώσει το βλέμμα μας, σαγηνεμένοι, στους Στύλους των Προπυλαίων και του Ερεχθείου, που στραφτάλιζε η παλλευκότητά τους μέσα από τα φυλλώματα.

Ο Αλβανός οδηγός μας, καλπάζοντας μπροστά από εμάς, πυροβολούσε κάθε τόσο στον αέρα. Τότε, μερικοί Τούρκοι που κοιμόντουσαν μέσα σε κάτι ψηλά αγριόχορτα, ξυπνούσαν ταραγμένοι και άρπαζαν τα όπλα.

Μετά από μια ώρα δρόμο βγήκαμε από τον Ελαιώνα, μπήκαμε σε μια ομαλή πεδιάδα και φτάσαμε στην Αθήνα, που δυστυχώς έμοιαζε τότε μ’ έναν μεγάλο τάφο…

Κατεβήκαμε στο κατώτερο σημείο της πόλης και προχωρήσαμε σε μια στενή πάροδο, που αποτελούσε την Αγορά. Στις δυο πλευρές της στράτας εκτείνονταν οριζοντίως κλαδιά δέντρων, που η σκιά τους κατέβαινε παχιά επάνω σε λάκκους γεμάτο μαύρο βούρκο. Μερικοί χλομοί άνθρωποι, οπλισμένοι ως τα δόντια, κάθονταν χάμω και έτρωγαν γιαούρτι. Άλλοι έπαιζαν τάβλι ή γρατζουνούσαν ένα παράξενο μουσικό όργανο, που το αποκαλούσαν μπουζούκι.

Μια ομάδα υπόδουλων γυναικών, τις οποίες οι Τούρκοι είχαν αφήσει παντέρημες, στέκονταν ορθές, σκεπασμένες με ένα είδος πέπλου, όπως ο χορός των αρχαίων ικέτιδων.

Η καταθλιπτική σιγή διακόπηκε απότομα από τον άτονο και ρινόφθογγο ήχο της ασκομαντούρας μιας στρατιωτικής μουσικής. Κουκουβάγιες, τυφλωμένες από τον ζωοποιό ήλιο, χτυπούσαν με τις βαριές φτερούγες τους τους τοίχους ενός βυζαντινού ναού.

Στην κορυφή ενός μιναρέ, μια οικογένεια πελαργών λούφαζε μέσα στη φωλιά της, αδιαφορώντας για τη γύρω δυστυχία. Αφρικανικές χουρμαδιές, που προξενούσαν κατάπληξη στον επισκέπτη για την αντίθεση μέσα στη χώρα αυτή του Κέκροπα, επαύξαναν το θέαμα της ερήμωσης…

Κατόπιν, σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα ενός στρατιωτικού διοικητή του πρώτου άρχοντα των σημερινών Αθηνών. Βρήκαμε τον θλιβερό διάδοχο του Περικλή στρογγυλοκαθισμένο σε μια ψάθα, στη γωνιά ενός τοίχου, σε μια εξωτερική στοά. Η έκφρασή του ήταν άγρια και το πρόσωπό του βλοσυρό κι αυλακωμένο από τους χρόνους. Ο Αγάς φαινόταν ως εξήντα χρόνων. Είχε λάβει μέρος στους Αιγυπτιακούς Πολέμους.

Μας υποδέχτηκε με ψυχρότητα και ούτε μας ρώτησε να μάθει καν ποιοι είμαστε, από πού ερχόμασταν και τι γυρεύαμε. Είχαμε ήδη πληροφορηθεί την παράδοξη μονομανία του Οθωμανού αυτού αξιωματούχου να διηγείται παντού και σε όλους πώς πολέμησε και πώς κατατρόπωσε τον ίδιο τον Μέγα Ναπολέοντα κοντά στις Πυραμίδες.

Επομένως, είχαμε προετοιμαστεί να υποστούμε καρτερικά την υπόμνηση της ήττας εκείνης. Ευτυχώς, όμως, ο Αγάς των Αθηνών δε μας ανέφερε τους θριάμβους του. Μας ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία για τα σχέδια του Καποδίστρια, για τον αριθμό των ελληνικών φρουρών, για τις ετοιμασίες των Ελλήνων. Καμωνόταν ότι δε γνώριζε για την άλωση της Ναυπάκτου από τους Έλληνες και την απελευθέρωσή της.

Έπειτα, εντελώς απότομα, άρχισε να βρίζει έναν Άγγλο πλοίαρχο, ο οποίος είχε αποπειραθεί να αρπάξει από την Αθήνα ένα άγαλμα και να το βάλει στη φρεγάτα του και τον οποίο έδιωξε με κλωτσιές, όπως ισχυριζόταν.

Αργότερα μάθαμε γιατί ο Αγάς φρόντιζε τόσο πολύ για τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Φοβόταν τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, αυτή ήταν η μόνη αιτία. Η αλήθεια ήταν ότι μόλις δύο μέρες πριν από την άφιξή μας στην Αττική, ο λαός είχε στασιάσει και λίγο έλειψε να λιθοβολήσει δύο Φράγκους, γιατί αγόραζαν λαθραία και μετέφεραν μακριά από την πατρογονική τους γη διάφορες βαρύτιμες αρχαιότητες. Αυτό οι Έλληνες δεν το ανέχονταν! Τα αρχαία των προγόνων τους έπρεπε πάση θυσία να παραμείνουν στον βασανισμένο τόπο τους.

Ο Αγάς σιγά-σιγά καταπραΰνθηκε και μας χορήγησε την άδεια να μείνουμε δυο μέρες στην πόλη, με τη συμφωνία να μην αγγίξουμε καμία αρχαία πέτρα. Αποχαιρετήσαμε τον δεσμοφύλακα των Αθηνών και κινήσαμε να φύγουμε.

Στον δρόμο ανταμώσαμε δύο Γάλλους ιατρούς της τουρκικής φρουράς. Μας οδήγησαν στο σπίτι ενός Αρμένη, βοηθού τους, για να αναπαυθούμε. Στερούνταν τα πάντα, ακόμη και τα πλέον βασικά. Δεν είχαν ούτε καν νυστέρι! Συνοδεύονταν από δύο στρατιώτες, που περισσότερο τους κατασκόπευαν παρά τους υπηρετούσαν. Όχι μόνο οι Τούρκοι δεν τους έδιναν μισθό, αλλά ούτε ψωμί να φάνε.

Μάλιστα, ο ένας από αυτούς μόλις είχε συνέλθει από παραφροσύνη τόσο έντονη, που ο άλλος ιατρός, ο συνάδελφός του, είχε αναγκαστεί να τον έχει ακόμη δεμένο χειροπόδαρα, κυρίως για να μη βλάψει τον εαυτό του. Κι όμως, οι Οθωμανοί τον κρατούσαν αναγκαστικά στην Αθήνα, για να γιατρεύει τους στρατιώτες τους. Ασύλληπτο!

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 13/06/1929

https://strangepress.gr/

Η Συνέχεια στο Δεύτερο Μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου