Οι δύο Γάλλοι ιατροί μάς διηγήθηκαν πολλά και περίεργα. Βαθιά εντύπωση μου έκαναν τα θηριώδη βασανιστήρια, στα οποία ο Αγάς, μπροστά στους δύο αυτούς επιστήμονες, είχε υποβάλει έναν Έλληνα αιχμάλωτο. Τον έγδαραν ζωντανό από το κεφάλι έως τα πόδια. Μετά του έμπηξαν ένα τσιγκέλι στο στήθος κι έτσι, τον κρέμασαν από μια ελιά. Ο δύστυχος έζησε μια ολόκληρη ημέρα…
Από μια άλλη πηγή πληροφορήθηκα ότι ένας άλλος ιατρός, φιλέλληνας, έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια άτακτων Αλβανών στον Πειραιά, όπου υπέστη ανεκδιήγητους εξευτελισμούς. Οι Αλβανοί τον κορόιδευαν για τα παραπανίσια κιλά του και στο τέλος, τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο και τον χρησιμοποιούσαν για σημάδι. Τον τουφέκιζαν για ώρες. Και το πτώμα του απλώς το άφησαν εκεί, να το σαλεύει πέρα-δώθε ο άνεμος.
Το πρώτο μνημείο που είδα μπαίνοντας στην πόλη και θαύμασα ήταν το Θησείο. Μια από τις κολώνες του χτυπήθηκε από σφαίρα κανονιού, ενώ άλλη από κεραυνό. Μα, μέσα σε τούτη τη δυστυχία του υπερήφανου ελληνικού λαού, βρέθηκε ένα σπλαχνικό χέρι και περίζωσε τη δεύτερη αυτή κολώνα με σιδερένια στεφάνη.
Εξέτασα τα περίφημα ανάγλυφα στις μετόπες του ναού, που ήταν ακρωτηριασμένα. Είχαν ωστόσο τεράστια ιστορική αξία, καθώς παρουσίαζαν για πρώτη φορά τον συνδυασμό των άθλων του Ηρακλή και τους μύθους του Θησέα.
Εκεί κοντά μας έδειξαν ένα άγαλμα, που το είχαν βγάλει εκείνες τις μέρες από τα ερείπια: ένας κολοσσιαίος κορμός που κατέληγε σε ουρά ψαριού. Ένα είδος Τρίτωνος. Πιο πέρα είδαμε ένα ανάγλυφο μόλις γεννημένο από τα σπλάχνα της γης. Παρίστανε έναν κλάδο ελιάς με ένα φίδι ολόγυρα. Στη βυζαντινή τέχνη απεικονίζει το συμβολικό δέντρο του Μωυσή.
Κατεβαίνοντας προς τα δεξιά, περάσαμε κάτω από μια δωρική πύλη, στην κορυφή της οποίας μια οικογένεια πελαργών είχε δομήσει την οικία της. Ήταν η λεγόμενη Πύλη του Αδριανού. Μαγεμένος, μόλις πήρα ευλαβικά να αντιγράφω μια σχετική επιγραφή, δέχτηκα έξαφνα λιθοβολισμό από Τούρκους στρατιώτες, τους οποίος έως εκείνη τη στιγμή δεν είχα δει. Τα λιθάρια πέφτανε βροχή καταπάνω μου και θα με σκότωναν το δίχως άλλο, αν δεν ήμουν γερός στα πόδια.
Έτρεξα, λοιπόν, προς το μέρος των συντρόφων μου, τους οποίους βρήκα απέναντι από έναν ψηλό τοίχο, επάνω στον οποίο δέσποζαν επτά αγέρωχες κολώνες κορινθιακού ρυθμού. Κατ’ άλλους ήταν ο Ναός του Ολυμπίου Διός, ενώ κατ’ άλλους ο λεγόμενος Παρθενώνας του Αδριανού.
Ο ήλιος βασίλευε. Γυρίσαμε στην Αγορά για να ιππεύσουμε. Περάσαμε έναν πλατύ τόπο ανάμεσα στον αρχαίο δήμο του Κολυττού και στο Πρυτανείο, στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης, όπου ήταν τριγυρισμένος από φτωχοκάλυβα, φτιαγμένα πρόχειρα από χώμα και κλαδιά. Είδαμε να βγαίνουν από αυτές τις άθλιες καλύβες μερικοί Έλληνες χωρικοί, στους οποίους επιτρεπόταν να μένουν εκεί, υπό τον όρο να καλλιεργούν τα γύρω χωράφια.
Ένα ευλογημένο δροσερό αεράκι κατέφτανε από την κυανότατη θάλασσα. Μέσα από τα κινούμενα ολόχρυσα στάχυα, που χόρευαν αγκαλιά με την αύρα, φανερώθηκε μπροστά μας η ανείπωτη αίγλη από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ανάμεσα από τους αγροτικούς αυτούς “πίνακες” που θωρούσαν τα μάτια μας, οι αρχαίοι αυτοί στύλοι έμοιαζαν με πελώρια μαρμάρινα φυτά, τα οποία κάποιος θεϊκός θεριστής απολησμόνησε να θερίσει.
Σιμώσαμε με το στόμα να χάσκει ανοιχτό και μετρήσαμε δεκατρείς στύλους, ενωμένους μεταξύ τους με επιστύλια. Τρεις άλλες κολώνες ορθώνονταν προς τους ουρανούς χωρισμένες, νοτιοδυτικά. Σε ανάστημα ανθρώπου, οι Τούρκοι είχαν σπάσει τις ραβδώσεις τους, για να τις κάνουν ασβέστη!…
Ο ναός τούτος, ο απερίγραπτος σε κάλλος, ίσως ο ορισμός του κάλλους και της αρμονίας, κατά την αρχαιότητα ήταν ο μεγαλύτερος σε όλη την Ελλάδα. Επάνω σε βάθρο έφερε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ίσο με τους Κολοσσούς της Ρόδου και της Ρώμης.
Επτά αιώνες χρειάστηκαν για να αποπερατωθεί το μεγαλοπρεπέστατο τούτο μνημείο της πανανθρώπινης αξίας και αποτελεί πιστή εικόνα του βίου του ελληνικού λαού, σκέφτηκα.
Ο παλαιός ναός θεμελιώθηκε από τον Δευκαλίωνα, χτίστηκε από τον Πεισίστρατο, διακοσμήθηκε από τους βασιλείς της Μακεδονίας και τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λεηλατήθηκε από τον Σύλα, εγκαινιάστηκε από τον Αύγουστο, ολοκληρώθηκε στην εποχή του Αδριανού.
Αποτελεί ξεκάθαρα την ολοζώντανη αναπαράσταση της Ιστορίας του πνεύματος των Ελλήνων. Φαίνεται πως και οι σύγχρονοι Έλληνες λατρεύουν τον ναό με όλη τους την καρδιά. Μάλιστα, ένας αθηναϊκός θρύλος εξιστορεί πως τον καιρό που γκρεμίστηκε ένας από τους στύλους, οι ραγιάδες που κατοικούσαν στις γύρω καλύβες νόμιζαν πως κάθε βράδυ άκουγαν μακρόσυρτους στεναγμούς, θρήνους και κοπετούς να βγαίνουν από τα μάρμαρα εκείνα.
Και η λύπη του υπόδουλου λαού για το πέσιμο της κολώνας ήταν τόση, ώστε η τουρκική Αρχή έκανε ανακρίσεις να μάθει την αιτία και όταν βεβαιώθηκε πως οφειλόταν σε κάποιον Τούρκο που είχε σκάψει παρανόμως κάτω από τον ναό, ο βοεβόδας των Αθηνών τον έπαψε από τη θέση του.
Με αυτόν τον πονηρό τρόπο, η επίσημη Τουρκία έριχνε στάχτη στα μάτια της φιλάρχαιης Ευρώπης πως τάχα φρόντιζε για τα υπέροχα και ανυπέρβλητα μνημεία του αρχαίου Ελληνισμού!
Όσο πλησίαζε η στιγμή να αφήσω την Αθήνα, κάθε τοπίο που ήταν σαν ζωγραφιά και που η τύχη μου παρουσίαζε ενώπιον των θαμπωμένων και υγρών ματιών μου, μου γινόταν απολύτως πολύτιμο και ξεχωριστό.
Λίγο πιο πέρα συναντήσαμε ένα σώμα ιππικού. Τα άλογα ποτίζονταν στα νερά του Ιλισσού ποταμού, ενώ οι άντρες, καθισμένοι στα χόρτα, είχαν τις πλάτες γυρισμένες προς εμάς. Περάσαμε με δυσκολία τους βάλτους που σχηματίζονταν στο βάθος του Πειραιά από τα ρεύματα του όρους Αιγάλεω.
Η βάρκα που μας περίμενε στη μέση του λιμανιού πλησίαζε προς την ξηρά. Μπήκαμε στο καΐκι μας. Ο άνεμος ήταν δυνατός και εμπόδιζε το ταξίδι μας. Αναγκάστηκαν οι ναύτες μας να μαζέψουν τα πανιά. Πρότειναν τότε να βάλουμε πλώρη κατά τη Σαλαμίνα. Αλλά, αντίθετα, ο αγέρας μας έσπρωξε προς την Ψυτάλλεια, ένα μικρό νησάκι.
Η Ψυτάλλεια ήταν έρημη, χωρίς ίχνος βλάστησης και το σχήμα της ήταν όμοιο με το καβούκι της χελώνας. Γύρω στις δέκα τη νύχτα βρήκαμε έναν μικρό ορμίσκο, χωμένο στους βράχους, όπου αράξαμε για να διανυκτερεύσουμε. Αναλογίστηκα πως βρισκόμασταν ακριβώς καταμεσής της θάλασσας, όπου το 480 π.Χ. είχε διεξαχθεί μια από τις σημαντικότερες ναυμαχίες όλων των εποχών, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν τον αναρίθμητο στρατό και στόλο του κοσμοκράτορα Πέρση βασιλιά, του Ξέρξη.
Στο νησάκι αυτό το ασήμαντο, εκείνη την ημέρα, η Ελλάς, η μητέρα των Εθνών του Κόσμου, εξετέλεσε το θεάρεστο έργο της μεγάλης της αποστολής, που ήταν η βαθιά και τεκμηριωμένη έννοια της Ελευθερίας.
Όταν τα μεγάλα πλοία του Ξέρξη άρχισαν να συντρίβονται επάνω στους βράχους της Ψυτάλλειας, γίνηκε πια ολοφάνερο ότι η κυριαρχία του κόσμου ανήκε πλέον στους Έλληνες.
Κι ενώ ο ασιατικός κολοσσός, ακρωτηριασμένος, συντετριμμένος, επέστρεφε στο βάθος των βαρβαρικών του ναών, ο Σοφοκλής, νεανίσκος ακόμη τότε, υμνολογούσε στο αντικρινό ακρωτήριο, ως αρχηγός του χορού των εφήβων, τη δόξα της πατρίδας του.
Η νύχτα εκείνη ήταν η ωραιότερη που είδα στην Ελλάδα. Κανένα άστρο δεν έλειπε από τον ουρανό. Ο βράχος μας προφύλαγε από τα κύματα, που έφταναν ήσυχα ως εμάς. Ένας ναύτης σιγοτραγουδούσε έναν παραπονεμένο σκοπό, σαν αδύναμο στεναγμό ανέμου. Άλλος μάζευε κοχύλια…
Κουρασμένος από τους κόπους, αφού ονειροπόλησα και πάλι για το μεγαλείο και την ερήμωση της πανέμορφης τούτης χώρας, σκεπάστηκα με την κάπα μου και αποκοιμήθηκα, ακουμπώντας επάνω στο κατάρτι κι έχοντας τη Μεγάλη Άρκτο σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 13/06/1929
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου