Από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ
Ένα πρωί του Μάρτη 440 π.Χ. βγήκαν στην Αθήνα οι δηµόσιοι κήρυκες και, τριγυρίζοντας τις συνοικίες, µε τη φωνάρα τους καλούσαν τους νέους από 20 ως 35 χρονώ να µαζευτούν την εποµένη στο γυµναστήριο του Λυκείου έτοιµοι για πόλεµο και νάχη καθένας στο σάκκο του τροφές για τρεις ηµέρες. Όλες οι ελληνικές πόλεις, εκείνο τον καιρό, µπορούσαν να επιστρατευτούν µέσα σε λίγες ώρες, γιατί κάθε στρατιώτης κρατούσε ρουχισµό και όπλο σπίτι του, ακόµα κι οι καβαλάρηδες είχε καθένας τ' άλογο κοντά του.
Ο Σωκράτης φόρεσε τη στρατιωτική χλαµύδα του, ρούχο χοντρό που άφηνε δεξιόν ώµο και µπράτσο γυµνό, λεύτερο για να χτυπάη, και ξηµερώµατα πήγε οπλισµένος στο Λύκειο, όπου οι ταξίαρχοι, µε το τριπλό λοφίο και τον κόκκινο µανδύα, χώριζαν τους στρατιώτες κατά φυλή. Από τις κλάσεις των πλούσιων, τους Ιππείς, διάλεξαν καβαλάρηδες, από τους φτωχότερους, που ανήκε κι' ο Σωκράτης, ξεχώρισαν λίγες χιλιάδες οπλίτες κι' από τους απόρους, τους θήτες, επήραν όλους τους χεροδύναµους για κωπηλάτες. Και ξεκίνησαν για τον Πειραιά. Μερικοί στρατιώτες ήτανε τυλιγµένοι σε κουρέλια, χλαµύδες που φορούσαν οι παππούδες τους στη µάχη του Μαραθώνα και που λογαριαζόταν τιµή να τις παρουσιάζουν σε κάθε νέο πόλεµο.
Έτσι πορεύτηκε δίχως τάξη τούτο το πολύµορφο ανθρωπολόι, ώσπου να φτάση στο λιµάνι. Εκεί χωρίστηκαν. Οι λίγοι καβαλάρηδες µπήκαν σ' ειδικά πλοία για τη µεταφορά ιππικού, oι θήτες στρώθηκαν στα θρανία µε τα κουπιά, κι' oι οπλίτες κάθησαν στο κατάστρωµα. Ο ταξίαρχος του Σωκράτη τόνε πήρε παράµερα και του είπε πως ο αρχιστράτηγος Περικλής πρόσταξε να τον ανεβάσουν στη ναυαρχίδα. Τον ήθελε συντροφιά, µαζί µε τους φιλοσόφους Αρχέλαο κι' Αναξαγόρα, το µηχανικό Αρτέµωνα και το δραµατικό ποιητή Σοφοκλή, που οι Αθηναίοι, από θαυµασµό για το δράµα του «Αντιγόνη», τόνε ψήφισαν συστράτηγο του Περικλή.
Αφού φορτώθηκαν τα εφόδια και βολεύτηκε ο στρατός, οι µάντεις ερεύνησαν τα σηµεία και, σαν τα ερµήνεψαν ευνοϊκά, σήµαναν οι σάλπιγγες σιωπητήριο, έγιναν οι κανονικές θυσίες, τραγούδησαν τον πολεµικό παιάνα, µοιράστηκε κρασί σ' όλους, έγιναν σπονδές από τα χρυσά κύπελλα των αρχόντων, κι' ύστερα ο Περικλής έδωσε το σήµα να ξεκινήση ο στόλος, ενώ το πλήθος από την παραλία καµάρωνε τις ψηλόπρυµες τριήρεις, καταστόλιστες, που όρµησαν όλες µαζί να παραβγούν ποια θα φτάση πρώτη στήν Αίγινα, όµοιες µε πελώριες σαρανταποδαρούσες. Πίσω τους κίνησαν τα βαριά φορτηγά που άλάργευαν σιγότερα, στρωτά σαν πάπιες.
Ως το Σούνιο προχώρησε ο στόλος µε τα κουπιά, µα µόλις φύσηξε τ' αποµεσήµερο µπάτης, σήκωσαν τα τετράγωνα πανιά και ξεκουράστηκαν οι κωπηλάτες. Ωστόσο, πρίν νυχτώση, ο Περικλής πρόσταξε να πιάσουν πάλι τα κουπιά, για να προλάβη ν' άράξη στην Άνδρο. Ποτέ τη νύχτα δεν έπλεαν οι στόλοι, παρά σταµατούσαν σε µιαν από τις αµέτρητες ναυτικές αγκαλιές, που απαντάς στα ελληνικά παράλια. Πολυκοσµία σε στενό χώρο ανάγκαζε κάθε βράδυ τις τριήρεις, στενόµακρα ταχύτατα πλοία, να πιάνουν τη στεριά, για να µαγειρέψουν και να καλοκοιµηθούν οι 230 άντρες του πληρώµατος.
Τη δεύτερη µέρα κωπηλάτησαν χωρίς διακοπή «ολοταχώς», µε το µονότονο ρυθµό που έδινε στους ερέτες ο αυλητής, κι' άφριζε η θάλασσα γύρω στα πλοία από τα δυνατά χτυπήµατα αµέτρητων κουπιών. Ο στόλαρχος βιαζόταν να ζώση αυθηµερόν τη Σάµο, πριν φτάση ο Περσικός στόλος, που πρόστρεχε να βοηθήση το µεγάλο νησί, το επαναστατηµένο εναντίον της µισητής Αθήνας.
Τότε είδε ο Σωκράτης τη µεθοδικότητα, µε την οποία είχε ξαπλώσει ο Περικλής το «κράτος της θάλασσας» σ' όλα τα στρατηγικά σηµεία της Μεσογείου, είδε τη θαυµάσια αλυσίδα από ναυτικές βάσεις που είχε ιδρύσει και ό0 τριήρεις που περιπολούσαν ολοχρονίς το Αιγαίο κι' έφερναν πληροφορίες στο ναύαρχο απ' όλα τα σηµεία του ορίζοντα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου