Η εικόνα που έχει φτάσει σε μάς για τον ξυπόλητο Αθηναίο φιλόσοφο, τον Σωκράτη, είναι πολύ φορτισμένη και πολύ σπαστή μαζί, και καθώς από την ποιότητα και την έκτασή της θα παραμένει όση προσπάθεια και αν καταβάλουμε, αδιαχώρητη στα Προκρούστεια μέτρα μας, ποτέ δεν θα αποκτήσουμε την ακριβή της αποτύπωση. Ἡ ζωή του ξεπερνάει τις ιστορικές μας συντεταγμένες, τα λογισμικά ισοδύναμα της τρέχουσας εποχής και τις νοηματικές μας κατασκευές. Γιατί το αρχέτυπο του βρίσκεται πολύ πάνω και από εκείνο των ημίθεων. Η συνείδησή του απέκτησε τις ιδιότητες εκείνες που αυθεντικά του έδωσαν το δικαίωμα να καθίσει ανάμεσα πια στους θεούς ισότιμα!
Και ο μέσος άνθρωπος από το φόβο της ελαφρότητάς του αποστρέφει το πρόσωπό του από αυτόν, τον μυθοποιεί και τον απομυθοποιεί συνεχώς σκόπιμα και συνειδητά. Γιατί δεν τον αντέχει.
Μόνο ένας αφόρητος αλαζόνας θα τολμούσε να μιλήσει άμεσα και κατά πρόσωπο με αυτόν και εκείνος ήταν ο Αλκιβιάδης, αυτό το εξαίρετο πνεύμα της απώλειας, που αναλώθηκε μέσα στο τραγικό του μεγαλείο. Όλοι οι άλλοι, ακόμα και ο αγαπημένος του μαθητής, ο Πλάτωνας, δεν τόλμησε να τον παρουσιάσει ολόκληρο, όπως ακριβώς υπήρξε. Ήταν τόσο δυνατός όσο και ο ήλιος. Καλλίτερα!
Και οι πολέμιοι του πια μετά από δυόμισι σχεδόν χιλιάδες χρόνια, εξαντλήθηκαν. Όχι μόνο φυσικά από τις ενοχές τους γιατί τον πότισαν το κώνειο. Αλλά γιατί τους καθήλωσε, τους κούρασε η αντοχή του στο χρόνο.
Οι σχολαστικοί όμως, αυτό το νόθο και ανεξάντλητο είδος της περίφοβης ύπαρξης, δυστυχώς ακόμα και σήμερα παράγει λογικοφάνεια. Και αυτοί είναι που συντηρούν συνωμοτικά και χαμηλόφωνα μια απλοποιημένη εικόνα τον ανδρός. Στηρίζονται τάχα στο γεγονός ότι ο πρώτος αυτός φιλόσοφος δεν άφησε κάποιο σύγγραμμα για να γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τις φιλοσοφικές του θέσεις. Καθώς δεν τους συμφέρει να ξέρουν ότι οι συνειρμικές κατασκευές του κατώτερου νοητικού, δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την υπερβατική σοφία. Και επιμένουν να αγνοούν ότι η πληκτική πληροφόρηση δεν είναι γνώση.
Και η ανάγνωση βιβλίων δεν ταυτίζεται βέβαια με την καθημερινή, τη συναπτή και προσωπική άσκηση αυτογνωσίας. Και χρησιμοποιούν αυθεντικά και την επιγραμματική δήλωση του περιπατητικού αυτού Αθηναίου, ότι «ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα» και καταλήγουν με λογική αυθεντία πια στο συμπέρασμα ότι «τίποτα το συστηματικό και το τυποποιημένο δε δίδασκε. Ήταν απλά ένας δαιμόνιος άνθρωπος ο οποίος ήξερε να αλιεύει ανθρώπους».
Και αγνοούν όχι μόνο την πνευματική κληρονομία που μας άφησε αυτό το ανάστημα κυρίως μέσα από τα παραδείγματα της ζωής του, αλλά και από τη συγγραφική παραγωγή -- μια και θέλουν έργα -- αλλά δεν αντέχουν να επικεντρωθούν ούτε σε εκείνα των έξοχων μαθητών του, του Πλάτωνα, του Δημοφώντα, του Ξενοφώντα και εν μέρει του Αριστοτέλη.
Ἡ παραπάνω κατηγορηματική του δήλωση όμως, ότι δεν ξέρει τίποτα, όφειλαν να αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι είναι υπαρξιακή. Γιατί το να τολμήσουμε σε όποια εποχή να δηλώσουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα, είναι φυσικά η μέγιστη σοφία. Καθώς βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση προς κάθε δογματισμό και παγιωμένη τάχα αντίληψη, την απολιθωμένη συνήθως και τόσο επικίνδυνη - θεώρηση του κόσμου. Όπου κυρίαρχο πλέον όργανο υπέρβασης της βαθιάς μας άγνοιας, αναδεικνύεται η πηγαία, η ειλικρινής και μόνο ερώτηση. Που προκαλεί και δυναμιτίζει την πιο μικρή αλλά και την πιο μεγάλη απορία. Χωρίς να υπάρχει ρητά η ανάγκη της όποιας απάντησης. Τείνοντας να αναδείξει τη δυναμική της ρέουσας και άμεσης συνθήκης. Έτσι που να προβάλλει την υποκρυπτόμενη και μόνο αλήθεια της τρέχουσας στιγμής. Σε ένα σύμπαν φαντασμαγορικό και χαοτικό όπου τα πάντα μεταβάλλονται.
Αυτοί οι επικίνδυνα συμβατικοί βέβαια λόγιοι, εξακολουθούν και σήμερα να προσεγγίζουν τον Αθηναίο Γιόγκι με κριτήρια κοινά και εγκόσμια. Αν χρημάτισε δούλος, αν ήταν άσχημος στην όψη και κοντός, αν η Ξανθίππη είχε βίαιο χαρακτήρα και πόσο την υπέμενε. Αν παρέσυρε πράγματι τους νέους και αν υπήρξε ποτέ εραστής του Αλκιβιάδη, παρά την κατηγορηματική και ντροπιασμένη άρνηση του τελευταίου. (Συµπ. 217 επ.).
Περιορίζονται στο πόσο καλός λιθοξόος πρέπει να ήταν και αν οι τρεις ντυμένες Χάριτες που κοσμούσαν τα Προπύλαια, βγήκαν από την επιδέξια σμίλη του.
Και αντί να ψάξουν και να βρουν τι έκανε και τι είπε, χρεώνουν ότι κάνει εντύπωση στον πολύ κόσμο, απλά στο θαυμασμό του Πλάτωνα.
Και πάνε μετά ήσυχοι να κοιμηθούν.
Και ξεχνούν αυτοί οι ανατόμοι και αναλυτές της ιστορίας των άλλων, το βάθος και την ουσία του Δελφικού ρητού που είχε υιοθετήσει ο Αθηναίος Ερημίτης, Το «γνώθι σαυτόν», ρητό που αποτελούσε και αποτελεί την πεμπτουσία του όλου εσωτερισμού και της ειλικρινούς πορείας προς την αυτογνωσία, που μόνο αυτό μπορεί να οδηγήσει τελικά στην αποκάλυψη και τη φώτιση και την ελευθερία.
Πώς να καταλάβουν λοιπόν και πώς να καταλάβουμε κι᾿ εμείς έναν άνθρωπο της όποιας εποχής, που ήταν μη δογματικός και αναζητούσε μέσα του, στο πνεύμα του δηλαδή και μόνο, στο «δαιμόνιο» του *, την θεία του φύση, την αλήθεια;
Με αυτές λοιπόν τις διαπορίες αλλά και τον ανυπόκριτο θαυμασμό, θα επιχειρήσουμε να μεταφέρουμε και εμείς, όπως λέει και ο Αλκιβιάδης στη συνέχεια, τρεις σπαστές εικόνες από τη ζωή του. Για χάρη δική μας φυσικά. Για να συνειδητοποιήσουμε ίσως, ότι αν κατακτήσει κανείς μια διαύγεια πνεύματος, συνακόλουθα επιτυγχάνει μια ισορροπία συναισθημάτων και λόγου και το φυσικό του σώμα αποκτά τελικά υγεία και ρώμη. Ικανά όλα αυτά να τον οδηγήσουν, οικογενειάρχη, διδάσκαλο και πολυάσχολο πολίτη και άνθρωπο, να αντιμετωπίσει και να δεχτεί τη μέγιστη δοκιμασία αυτού του επιπέδου, την άδικη καταδίκη σε θάνατο και να βαδίσει προς την εκτέλεση με ηρεμία και αξιοπρέπεια.
Για να μην ξεσπάμε έτσι σε παράπονα, όταν τύχει και δεν προλάβουμε το πλοίο της γραμμής.
* Η λέξη Δαίμων δεν είχε το σημερινό Χριστιανικό διαβεβλημένο απόηχο. Και οδηγεί σε µια ακόµα μεγάλη παρεξήγηση αναφορικά µε το Δαιμόνιο του Σωκράτη. Οι αρχαίοι πίστευαν όμως ότι εκφράζει το εντός µας θείον (Ιλ. Γ 420, Ωδυσσ. Ζ 172). Και η Διοτίμα στο Συμπόσιο, λέει ότι πρόκειται για τον Μεσσία, τον Μεγάλο Ενδιάµεσο, εκείνο που δένει τους ανθρώπους µε τους θεούς, ο δίαυλος εκείνος που μεταφέρει στους ανθρώπους αυτά που προέρχονται από τους θεούς και στους θεούς αυτά τα οποία επιθυμούν οι άνθρωποι να τους στείλουν εκείνοι (Συμπόσιο. ΧΧΙΙΙ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου