Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Αχιλλεύς: Ναί, ξέρω αυτό κι εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μά κι έτσι εγώ δε φεύγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσω". Είπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος και ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί.
Κατόπι ο Αφτομέδος πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και ταιριασμένο, και μές στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλλέας ανέβηκε -άμα οπλίστηκε στ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης. 
Και φώναξε με σκιαχτερή φωνή στα γονικά άτια "Ψαρέ και Ξάνθο, ξακουστά παιδιά της Φτεροπόδας, κοιτάξτε, αλλιώς τον αμαξά να ξαναφέρτε πίσω στα πλοία εδώ, όταν πόλεμο χορτάσουμε και μάχη, όχι όπως έμεινε νεκρός ο Πάτροκλος στον κάμπο".
Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξάνθος -κι έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι η χαίτη ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμου-τι του'δωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα.
"Ναί, θα σε σώσουμε -θα δείς, θεόμορφε Αχιλλέα-Και τώρα ακόμα, μα η αυγή πλακώνει πια η στερνή σου. Δε φταίμε, η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει. Τί μήτε απ' όκνο κι άργητα δική μας του Πατρόκλου του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες. Τρανός θεός τον έφαγε στων μπροστινών τη μέση, του Δία ο γιός και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες. Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, στο'γραψε η μοίρα απο θεό να σκοτωθείς κι όχι άντρα".   Είπε, κι αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες. Τότ' είπε του Πηλέα ο γιός βαριά αγαναχτισμένος  "Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. Ναί, ξέρω αυτό κι εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μά κι έτσι εγώ δε φεύγω ,πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσω". Είπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.(Απόδοση: Α. Πάλλης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου