ΗΣΙΟΔΟΣ. Γιος του Δία και της Πυκιμήδης. Γεννήθηκε στην Αιολική Κύμη. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και γι' αυτό ξενιτεύτηκαν στη Βοιωτία, όπου καλλιεργούσαν ένα μικρό αγρόκτημα στις πλαγιές του Ελικώνα, στο χωριό Άσκρα, κοντά στις Θεσπιές. Η οικονομική τους όμως κατάσταση δε βελτιώθηκε σημαντικά, γιατί και εδώ ο τόπος ήταν φτωχός και επιπλέον είχε βαρύ κλίμα.
Κατά την παράδοση στο μικρό Ησίοδο που έβοσκε τα πρόβατά του στον Ελικώνα, παρουσιάστηκαν οι εννέα Μούσες και του έδωσαν το χάρισμα να τραγουδά με γλυκιά φωνή τα περασμένα και τα μελλοντικά.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο αδερφός του Πέρσης δωροδόκησε τους δικαστές κατά τη διανομή της πατρικής περιουσίας και πήρε μεγαλύτερο μερίδιο από τον Ησίοδο. Επειδή όμως ήταν οκνηρός και κακός, αφού κατέφαγε την περιουσία του, απείλησε με νέες δίκες να αρπάξει και το μερίδιο του αδερφού του.
ΗΣΙΟΔΟΣ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ - Στίχοι: 610 - 660
Και βάλε τους δούλους τον ιερό σπόρο της Δήμητρας ν' αλωνίζουν, μόλις φανεί η δύναμη του Ωρίωνα σε καλοπνεούμενο χώρο και σ' αλώνι στρογγυλό. Και μετρημένο καλά βάλετο στ' αγγεία σου" κι όταν πια όλο το βιός σου αποθηκέψεις συγυρισμένο μες στο σπίτι σου, τον εργάτη διώξε απ' το σπίτι κι άτεκνη δουλεύτρα ζήτα, σε συμβουλεύω-μπελάς η δουλεύτρα με το μικρό-και σκύλο κοφτερόδοντο να φροντίζεις και μην του τσιγκουνεύεσαι το ψωμί, μην ποτέ ημεροκοίμητος άντρας σου πάρει τα πράγματα σου.
Και χορτάρι να μπάσεις κι άχυρο για να τα 'χεις αρκετά για βόδια και τα μουλάρια σου-κι έπειτα οι δούλοι να ξεκουράσουν τ' αγαπημένα τους γόνατα και να λύσουν το ζευγάρι τα βόδια σου.
Κι αν για ταξίδια στην άγρια θάλασσα πόθος πιάνει, όταν οι Πλειάδες τη βαριά δύναμη του Ωρίωνα ξεφεύγοντας πέφτουν στον ομιχλώδη πόντο, τότε όλων των ειδών των ανέμων οι άγριες πνοές φυσάνε - και τότε μην έχεις καράβια στον κρασάτο πόντο, και θυμήσου να δουλεύεις τη γη, όπως σ' ορμηνεύω. Και το καράβι τράβα στη στεριά και καλά στέριωσε το με πέτρες ολόγυρα, για ν' αντέξουν την ορμή των ανέμων που φυσάνε υγροί βγάζοντας τον πείρο, για να μην τον σαπίσει η βροχή του Δία. Κι όλη την αρματωσιά του φροντισμένα φύλαξε τη στο σπίτι σου όμορφα τυλίγοντας τα φτερά του ποντοπόρου καραβιού - και το καλοδουλεμένο τιμόνι σου κρέμασε πάνω απ' τον καπνό. Κι εσύ περίμενε το ταξίδι στην ώρα του, ώσπου να 'ρθεί και τότε το γρήγορο καράβι τράβηξε στη θάλασσα και μέσα το φορτίο το σωστό φόρτωσε, για να φέρεις κέρδος στο σπίτι, όπως ο δικός μας πατέρας, μεγάλε ανόητε Πέρση, αυτός κάποτε ήρθε κι εδώ, περνώντας πόντο μεγάλο, αφήνοντας την Κύμη της Αιολίδας, σε μαύρο καράβι" όχι από περιουσία ξεφεύγοντας ούτε πλούτο ούτε αγαθά, αλλ' απ' την άθλια φτώχεια που δίνει ο Δίας στους ανθρώπους - και κατοίκησε κοντά στον Ελικώνα σε δυστυχισμένο χωριό, στην Άσκρα, το χειμώνα κακό, το καλοκαίρι ανυπόφορο, ποτέ καλό.
Κι εσύ, Πέρση, να θυμάσαι τα έργα στην ώρα τους όλα, και πιο πολύ τα θαλασσινά. Παίνεσε, το μικρό καράβι, αλλά φόρτωσε μεγάλο. Πιο μεγάλο το φορτίο, πιο μεγάλο και το κέρδος του θα είναι, αν οι άνεμοι κρατούν μακριά τις κακές τους πνοές αν στο εμπόριο στρέφοντας τη μάταιη ψυχή σου θες να ξεφύγεις τα χρέη και την πικρή πείνα, θα σου δείξω τα μέτρα της πολύφλοισβης θάλασσας, χωρίς ούτε στα ταξίδια να 'μαι μαθημένος ούτε στα καράβια. Γιατί ποτέ δεν έπλευσα με καράβι στον πλατύ πόντο, παρά μόνο στην Εύβοια απ' την Αυλίδα, όπου κάποτε οι Αχαιοί περνώντας την κακοκαιρία συνάθροισαν πολύ στρατό από την ιερή Ελλάδα ενάντια στην ομορφογύναικη Τροία.
https://docplayer.gr/ , https://olixnosvivliothiki.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου