Ό Λυγκεύς έτόλμησε να ξεκρεμάσει το αφιέρωμα και να το προσφέρει στον γιό του Άβαντα, ό όποιος μόνον με αυτή καθυπέταξε τους αντιπάλους του, διότι ή παρουσία της άσπίδος έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς.
Αυτή την παράδοση περί Άβαντείας άσπίδος χρησιμοποίησε εντέχνως ό Βιργίλιος, για να κολακεύσει τον αυτοκράτορα Αύγουστο, πού ένίκησε τόν Αντώνιο στο Ακτιο (31 π.Χ.).
Οι θεοί ετάχθησαν τάχα υπέρ του Οκταβιανού Αυγούστου και τον έκαναν ικανό να παραλάβη την θαυματουργή ασπίδα, την οποία ό Αινείας φεύγοντας από την Τροία κρέμασε στην πύλη του ναού τού Απόλλωνος στο Ακτιο.
Ή Ασπίς Ηρακλέους είναι ένα από τα πιο περίεργα αρχαιοελληνικά κείμενα και αναφέρεται στην περίφημη ασπίδα τού μεγίστου θρυλικού ήρωος του Ελληνισμού.
Ό θείος ποιητής Ησίοδος περιγράφει αυτήν ως ουράνια: «Χερσί γε μήν σάκος είλε παναίολον, ουδέ τις αυτό ούτ' έρρηξε βαλών ούτ' έθλασε θαύμα ίδέσθαι πάν μέν γάρ κύκλω τιτάνω λευκώ τ' έλέφαντι ήλέκτρω θ' ύπολαμπές έην χρυσω τε φαεινω λαμπόμενον, κυάνου δέ διά πτύχες ήλήλαντο...» (στ. 139-143).
Από την συνέχεια του κειμένου φαίνεται ότι στην μέση της άσπίδος βρισκόταν ένας δράκος, του όποιου τα μάτια έλαμπαν σαν την φωτιά και πού είχε μια σειρά λευκά δόντια, τρομερά και απλησίαστα.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσει κανείς στην αναφορά του Ησιόδου, ότι πάνω στο φρικτό του μέτωπο (τού δράκοντα) πετούσε ή Εριδα ή τρομερή πού ξεσηκώνει ταραχές ανάμεσα στους άνδρες, ή καταραμένη πού συνηθίζει να παίρνει τον νουν και τον λογισμό των ανδρών, εκείνων πού με έχθρα πολεμούν τον γιό τού Διός.
Μήπως ευρισκόμεθα ενώπιον ενός άγνωστου όπλου (ψυχοτρονικού πολέμου;) πού προκαλούσε μανία και πανικό στους εχθρούς; (Αυτό είναι το ερώτημα πού ανακύπτει από το προαναφερθέν σημείο της περιγραφής τού θεϊκού ποιητή Ησιόδου).
Προβληματισμό προκαλούν οι αμέσως ακολουθούντες στίχοι: «τών καί ψυχαί μέν χθόνα δύνουσ' Άϊδος εϊσω αυτών, όστέα δέ σφι περί ρινοΐο σαπείσης Σειρίου άζαλέοιο μελαίνη πύθεται αϊη» (στίχοι 151-153).
Το απόσπασμα αυτό μεταφράζεται ως εξής:
«Οι ψυχές εκείνων μπαίνοντας στην γη χώνονται βαθειά στον Άδη, και τα κόκκαλα τους, μόλις οι σάρκες, πού τα περιβάλλουν, λειώσουν από το κάμα τού Σειρίου, σαπίζουν μέσα στην μαύρη γη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου