Ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802 - 1885) ήταν Φιλέλληνας και όπως έλεγε ο ίδιος «Η Μούσα που με εμπνέει να γράφω στίχους είναι η Ελλάς του Βύρωνος και του Ομήρου».
Το ποίημα «L' Enfant» περιέχεται στην Ποιητική Συλλογή «Orientales» [=Ανατολικά], Ιούνιος 1828).
Τούρκοι
διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως
πέρα.
Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη
απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα
δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και
σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις
λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε
μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε
κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου
τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται,
σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα
και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν
άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ'την
αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που
κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να
μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να
'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια
σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και
να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με
τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο
παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να
τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα
καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου
πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν
τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη
δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και
σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι
μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως
το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου
μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που
μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο
φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό
κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ'απ' τον
ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που
κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και
με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και
φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ'
αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το
πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το
Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια,
μπαρούτι θέλω. Να.
Απόδοση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς
L'enfant
Les
Turcs ont passé là. Tout est ruine et deuil.
Chio, l'île des
vins, n'est plus qu'un sombre écueil,
Chio, qu'ombrageaient les
charmilles,
Chio, qui dans les flots reflétait ses grands
bois,
Ses coteaux, ses palais, et le soir quelquefois
Un
choeur dansant de jeunes filles.
Tout est désert. Mais non ;
seul près des murs noircis,
Un enfant aux yeux bleus, un enfant
grec, assis,
Courbait sa tête humiliée ;
Il avait pour
asile, il avait pour appui
Une blanche aubépine, une fleur,
comme lui
Dans le grand ravage oubliée.
Ah ! pauvre
enfant, pieds nus sur les rocs anguleux !
Hélas ! pour essuyer
les pleurs de tes yeux bleus
Comme le ciel et comme l'onde,
Pour
que dans leur azur, de larmes orageux,
Passe le vif éclair de
la joie et des jeux,
Pour relever ta tète blonde,
Que
veux-tu ? Bel enfant, que te faut-il donner
Pour rattacher
gaîment et gaîment ramener
En boucles sur ta blanche
épaule
Ces cheveux, qui du fer n'ont pas subi l'affront,
Et
qui pleurent épars autour de ton beau front,
Comme les feuilles
sur le saule ?
Qui pourrait dissiper tes chagrins nébuleux
?
Est-ce d'avoir ce lys, bleu comme tes yeux bleus,
Qui
d'Iran borde le puits sombre ?
Ou le fruit du tuba, de cet arbre
si grand,
Qu'un cheval au galop met, toujours en courant,
Cent
ans à sortir de son ombre ?
Veux-tu, pour me sourire, un bel
oiseau des bois,
Qui chante avec un chant plus doux que le
hautbois,
Plus éclatant que les cymbales ?
Que veux-tu ?
fleur, beau fruit, ou l'oiseau merveilleux ?
- Ami, dit l'enfant
grec, dit l'enfant aux yeux bleus,
Je veux de la poudre et des
balles.
http://logotexnikesmikrografies.blogspot.com/ , http://users.sch.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου