Στη
δυτική άκρη της αγοράς, κάτω από το ναό
του Ηφαίστου, έστεκε το εργαστήρι του
Πιστία του θωρακοποιού. Μπήκε µέσα ο
Σωκράτης, είδε τον Πιστία να παίρνη
µέτρα σ' ένα Θεσσαλό άρχοντα να του
φτιάση θώρακα, κι' άκουσε να ζητά
υπερβολική τιµή, που ο ξένος την αποδέχτηκε
χωρίς συζήτηση.
Σαν
έφυγε ο Θεσσαλός, ρώτησε το µάστορη ο
Σωκράτης :
— «Μπορείς,
Πιστία, να µου εξήγησης, γιατί πουλάς
τους θώρακες σου τόσο ακριβά, ενώ δεν
τους κάνεις ούτε πιο γερούς, ούτε
πολυτελέστερους; »
— «
Επειδή τους κατασκευάζω συµµετρικούς
».
— «
Θέλεις να πης πως προφυλάγεις τα µέρη
που πρέπει να σκεπάζωνται, χωρίς να
εµποδίζης τα χέρια και τα πόδια να κουνάν
ελεύθερα ; »
— «
Ακριβώς. Γιατί δεν ωφελεί τίποτα, Σωκράτη,
ένας θώρακας χωρίς καλή εφαρµογή ».
— «
Τα σώµατα των ανθρώπων, Πιστία, άλλα
είναι σύµµετρα, άλλα όµως δεν είναι.
Συµφωνείς ; »
— «
Βεβαιότατα ».
— «
Αν λοιπόν τους κάνης εφαρµοστούς, θα
πρέπη να τους κάνης ανόµοιους, έναν -
έναν χωριστά ».
— «
Μάλιστα. Έτσι τους κάνω ».
— «
Γι' αυτό κοστίζουν ακριβά... τώρα
καταλαβαίνω. Όµως ακούω πως στα Μέγαρα
εργάζονται οι εργοστασιάρχες µε άλλο
σύστηµα, για να παράγουν γρήγορα και
φτηνά - δουλεύουν δηλαδή τους θώρακες
όλους όµοιους, στη σειρά ».
— «
Ίσως... όµως το καλό πράµα γίνεται χωριστά
για το κάθε άτοµο, µε φροντίδα να εφαρµόζη
τέλεια στο σώµα του ».
— «
Έχεις δίκιο. Νοµίζω µάλιστα πως και κάτι
άλλο καλό υπάρχει στην τέλεια εφαρµογή».
— «
Εξήγησε το µου, Σωκράτη ».
— «
Λέω πως θα φαίνωνται λαφρύτεροι οι
εφαρµοστοί από τους θώρακες της σειράς,
κι' ας έχουν το ίδιο βάρος. Στους καλούς
θώρακες διαµοιράζεται το βάρος στο
λαιµό, τους ώµους, το στήθος, ώστε να µη
µοιάζουν µε βαρύ µεταλλικό φόρεµα, παρά
να καταντάν, θάλεγες, µέρος του σώµατος
».
— «Σωστά,
και µόνον φαντασµένοι νέοι προτιµάν ν'
αγοράζουν ζαβούς θώρακες αλλά
επιχρυσωµένους. Για επίδειξη ».
— «
Μ' έµαθες, Πιστία, πως είναι προτιµότερο
να πληρώνη κανείς ακριβά εφαρµοστό
θώρακα παρά επίχρυσο. Γιά να δούµε όµως,
µήπως παρόµοια γνώµη µπορεί να είναι
χρήσιµη, για να κρίνη κανείς και τους
ανθρώπους; Πές µου, φίλε, εκείνος που
έχει πολλά αγαθά ειν' ευτυχισµένος; »
— «
Είναι».
— «
Αραγε ειν' ευτυχισµένος, αν τ' αγαθά τον
ώφελούν, η αν δεν τον ώφελούν καθόλου;»
— «
Αν τον ωφελούν ».
— «
Αραγε θα τον ωφελούσαν σε τίποτα, αν τα
κάτεχε µονάχα, χωρίς να τα µεταχειρίζεται;
Να... αν είχε, λόγου χάρη, πολλά τρόφιµα,
δεν έτρωγε όµως, πολλά πιοτά και δεν
έπινε, θα τον ωφελούσαν ; »
— «
Οχι βέβαια », είπε ο Πιστίας και η έκφραση
του έδειχνε απορία προς που τον πήγαινε
ο Σωκράτης.
— «
Ε, τι λές, αν ένας άνθρωπος είναι πλούσιος
µα δε χρησιµοποιεί τον παρά του σε
τίποτα, µπορεί να είν' ευτυχισµένος µόνο
γιατί είναι γεµάτος χρήµα; »
— «
Καθόλου », αποκρίθηκε ο Πιστίας.
— «
Φαίνεται λοιπόν πως για να εύδαιµονήση
κάποιος, πρέπει όχι µόνο νάχη πολλά
αγαθά, άλλά και να τα χρησιµοποιή ».
— «
Συµφωνώ ».
— «Αλλά
πές µου, Πιστία, τι είδους χρήση πρέπει
να κάνη, καλή η κακή ; »
— «Καλή
βέβαια».
— «
Ώραία! Ας πούµε τώρα: ένας µαραγκός, για
να κάνη σωστή χρήση στην επεξεργασία
του ξύλου, πρέπει να κατέχη την ξυλουργική;
»
— «
Πώς όχι ; »
— «
Καί τον αγγειοπλάστη κάποια επιστήµη
τον όδηγεί να φτιάνη και να ψήνη ώραία
τσανάκια ; »
— «
Μάλιστα, επιστήµη », συµφώνησε ο Πιστίας.
— «Αραγε
και για τη χρήση των µεγάλων αγαθών, σαν
τον πλούτο, σαν την υγεία, κάποια επιστήµη
θα δείχνη το σωστό δρόµο η κάτι άλλο ; »
— «
Βέβαια η επιστήµη ».
— «Ώστε
δεν αξίζουν τίποτα όλα τ' αγαθά του
κόσµου χωρίς τη φρόνηση; »
— «
Ετσι πιστεύω κι' εγώ, Σωκράτη ».
— «
Καταλήγοµε λοιπόν πως το χρυσάφι από
µόνο του δεν αξίζει τίποτα, είτε σε
θώρακα το βάλεις, είτε σε χέρια ανθρώπου
το δώσεις, αν δε συνοδεύεται από µυαλό,
από επιστήµη ».
Όπου
µιλούσε τώρα ο Σωκράτης, γύρω µαζευόταν
κόσµος πολύς, και τον άκουγε. Το
παιχνιδιάρικο ύφος του διασκέδαζε τους
ακροατές. Ακόµη κι' όταν τύχαινε να
έξετάζη δύσκολα θέµατα, που δεν
καταλάβαιναν καλά οι πολίτες, νιώθαν
ωστόσο πως κάτι υπήρχε στον αέρα, που
τόλεγε για τη βελτίωση τους. Και τον
πρόσεχαν. Ο Σωκράτης πάλι έδειχνε
ενδιαφέρον για κάθε άνθρωπο που
συναντούσε, ντόπιο η ξένο. Τους ζύγιαζε
όλους ανάλογα µε τις απαντήσεις που του
δίνανε — όχι από το αξίωµα η την καταγωγή
τους. Γινόταν έξαφνα φίλος ενός µανάβη
κι' απαρνιόταν πλούσιο µεγαλέµπορο.
ΧΡΗΣΤΟΥ
ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΔΕΚΑΤΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι. Δ.
ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου