Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

ΔΕΣ ΑΝΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΓΙ’ ΑΣΤΕΙΑ!

Όπως ακριβώς μας διώχνουν από την κατοικία μας, όταν ο εκμισθωτής δεν πάρει το ενοίκιο, οπότε αφαιρεί την εξώθυρα, αφαιρεί τα κεραμίδια και κλείνει το πηγάδι, έτσι – λέει – βγαίνω από το σωματάκι μου, όταν η φύση, που μου το έχει εκμισθώσει, μου αφαιρεί τα μάτια, τ’ αυτιά, τα χέρια και τα πόδια, και δεν περιμένω άλλο, αλλά όπως ακριβώς αναχωρώ από ένα συμπόσιο χωρίς να δυσανασχετήσω, έτσι και από την ζωή: όταν έρθει η ώρα «έμπα, φόρτωμα τού πορθμείου».
Όπως ακριβώς ο καλός ηθοποιός είναι καλός και στην αρχή, καλός και στην μέση, καλός και στο τέλος, έτσι και ο αγαθός άνδρας είναι αγαθός και στην αρχή τού βίου, αγαθός και στην μέση, αγαθός και στο τέλος, και όπως ακριβώς παραπετώ ένα ιμάτιο που έχει παλιώσει και δεν [...] αναβάλλω ούτε δειλιάζω αλλά, μη έχοντας πιά την δυνατότητα να ευδαιμονώ, αναχωρώ.
Όπως ακριβώς και ο Σωκράτης: μπορούσε να εξέλθει από το δεσμωτήριο, εάν ήθελε, αλλά ενώ οι δικαστές τον προέτρεπαν ν’ αντιπροτείνει ως ποινή του το χρηματικό πρόστιμο, δεν τους έδωσε σημασία, και αντιπρότεινε την σίτησή του στο πρυτανείο, κ’ ενώ του δόθηκε προθεσμία τριών ημερών, δεν περίμενε την έσχατη ώρα τής τρίτης ημέρας, αλλά ήπιε το κώνειο κατά την πρώτη, παρατηρώντας εάν ο ήλιος ακόμη βρίσκεται επάνω στα όρη, και με θάρρος – όπως λέει ο Πλάτων – χωρίς να στρέψει αλλού το πρόσωπό του και χωρίς ν’ αλλάξει χρώμα, αλλά με πολύ ιλαρότητα κ’ ευκολία, έλαβε το ποτήρι και το άδειασε ολόκληρο και τίναξε τις τελευταίες σταγόνες λέγοντας «αυτό στην υγειά τού ωραίου Αλκιβιάδη».
Δες άνεση και διάθεση γι’ αστεία!
Εμείς, όμως, και άλλον να δούμε να πεθαίνει, νιώθουμε φρίκη. Ενώ, λοιπόν, επρόκειτο να πεθάνει, κοιμόταν βαθιά, ώστε μόλις που μπορούσε κάποιος να τον ξυπνήσει. Τάχα θα μπορούσε κανείς μας να κοιμηθεί;
Αλλά και την δυστροπία τής γυναίκας του υπέφερε με πραότητα, κ’ ενώ εκείνη φώναζε, δεν της έδινε σημασία.
Κάποτε ο Κριτόβουλος τού είπε:
- Πώς ανέχεσαι να συμβιώνεις μ’ αυτήν;
- Εσύ πώς ανέχεσαι τις χήνες σου;
- Μήπως με νοιάζει γιά ’κείνες;
- Έτσι κ’ εμένα δεν με νοιάζει γιά τούτη, αλλά την ακούω σαν να είναι χήνα.
Κάποτε, πάλι, που παρέλαβε τον Αλκιβιάδη γιά να γευματίσουν, η γυναίκα του πέρασε και ανέτρεψε το τραπέζι, ενώ εκείνος δεν φώναξε ούτε θρήνησε με το δεινοπάθημά του, «ω, τι ακαταστασία, να πάθω κάτι τέτοιο», αλλά συμμάζεψε όσα έπεσαν και ζήτησε από τον Αλκιβιάδη να τα ξαναβάλει στην θέση τους. Αυτός, όμως, δεν τον πρόσεχε, αλλά είχε καλύψει το πρόσωπό του και καθόταν ντροπιασμένος. Τότε του είπε: «πάμε έξω, γιατί φαίνεται ότι η Ξανθίππη θα μας κατασπαράξει με την οξύτητά της».
Έπειτα, μετά από λίγες μέρες, ο Σωκράτης γευμάτιζε στου Αλκιβιάδη, οπότε μιά καλή όρνιθα πήδησε κ’ έρριξε το πιάτο. Αυτός κάλυψε το πρόσωπό του και καθόταν χωρίς να τρώει. Ο Αλκιβιάδης γέλασε και τον ρώτησε αν δεν τρώει εξαιτίας τού συμβάντος, επειδή – δηλαδή – πήδησε η όρνιθα κ’ έρριξε το πιάτο. Εκείνος είπε: «είναι πρόδηλο ότι εσύ, πριν μέρες, όταν η Ξανθίππη ανέτρεψε το τραπέζι, δεν ήθελες να φας, και νομίζεις ότι τώρα, που η όρνιθα ανέτρεψε το πιάτο, εγώ θα γευματίσω; Ή θεωρείς ότι εκείνη διαφέρει από όρνιθα που έχει κόρυζα; Αν, λοιπόν, το ανέτρεπε ένας χοίρος, δεν θα οργιζόσουν, δεν θα φιλονικούσες. Αν, όμως, το ανέτρεπε μία γυναίκα χοιρόμορφη;». Δες διάθεση γι’ αστεία!
98. Τέλης – Περί αυταρκείας
ΒΙΒΛΙΟ – ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ – ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΒΑΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου