Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ

ΑΙΣΧΙΝΗΣ  Ώρα καλή, Θυώνιχε.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Ώρα καλή σου, Αισχίνη.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ Είχες πολύν καιρό ναρθής.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Πολύν καιρό; τί τρέχει;
ΑΙΣΧΙΝΗΣ Δεν τα πηγαίναμε καλά.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Λιπόσαρκο σε βρίσκω, και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι. Τέτοιος μας ήρθε μιά φορά κάποιος του Πυθαγόρα, χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πώς ήταν απ' την Αθήνα. Κ' ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος, όμως, θαρρώ, με το φαΐ.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ   Εσύ μου χωρατεύεις, μα εμέναν' η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καϋμένο  και μούρχεται να τρελλαθώ.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Έτσ' ήσουν πάντα, Αισχίνη, θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τί καινούργιο;        
ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος· κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγεία και να τον νοματίση.         
Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου;
—Δε θα μας 'πης, τί σώπασες; μάν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας [Οι αρχαίοι νόμιζαν πως αν συναντούσε κανείς στο δρόμο του λύκο και ο λύκος τον έβλεπε πριν αυτός τον αντιληφθεί, ο άνθρωπος αυτός έχανε αμέσως τη φωνή του. Αλλά Λύκος λεγόνταν και ο ερωμένος της Κυνίσκας].
— Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες. Ξέρεις ποιός είν' ο Λύκος; Αυτός ο Λύκος είν' ο γυιός του γείτονα του Λάβα, ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει.
Για 'κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ' η Κυνίσκη.
Άκουσα κάποτε κ' εγώ γι' αυτό να ψιθυρίζουν, μάκανα πώς δεν τάκουσα, χωρίς να το ξετάσω· ντρεπόμουνα τα γένεια μου έτσι σαν άντρας πούμαι.
Κ' εκεί πούμαστ' οι τέσσερης κουτούκι στο μεθύσι, ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξη, άρχισε να μας τραγουδή του Λύκου το τραγούδι, τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε αρχίνησε τα κλάμματα κ' έκλαιγε τόσο, τόσο όσο ποτέ δε θάκλαιγεν έξη χρονών κορίτσι που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάννας.
Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη.
«Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου·» σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινοέρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.
Κ' έφυγε· πιάσ' τ' αμπέλια της που λέει κ' η παροιμία [Η παροιμία αυτή λεγόντανε για κείνους που φύγανε για να μη ξαναγυρίσουν πια].
[ . . . ]
Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη [Οι Θράκες, δεν φρόντιζαν για την καλή τους εμφάνιση].
Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει [Οι Μεγαρίτες ρώτησαν κάποτε με κάποιαν υπερηφάνεια το μαντείον, ποιά ήταν η θέση τους απέναντι των άλλων Ελλήνων. Ο Απόλλων, αφού αρίθμησε στο χρησμό του με τη σειρά τους τα προτερήματα των άλλων Ελλήνων, είπε για αυτούς].
«... ὑμεῖς δ᾽ ὦ Μεγαρῆες, οὐδὲ τρίτοι, οὐδὲ τέταρτοι,
οὐδὲ δωδεκαταῖοι· οὔτ᾽ ἐν λόγω, οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ».
Κι αν ημπορούσα δα κ' εγώ να την καταφρονέσω, καθόλου δε θα μ' έμελε κι όλα καλά θε νάταν. Μα εγώ είμαι στην αγάπη της πιστάγκωνα δεμένος και μήτε βρίσκω γιατρικό στον άτυχο έρωτά μου.
Ξέρω πώς όταν άλλοτε κι ο συνομήλικος μου ο Σίμος ερωτεύτηκε μια τέτοια ψεύτρα κόρη, ταξίδεψε στην ξενιτειά και γιατρεμμένος ήρθε.
Θα πάω κ' εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πώς θάμαι πρώτος, μα δε θε νάμαι και στερνός μέσ' στους πολεμιστάδες.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν. Μ' αν όμως σώνει και καλά ποθής να ταξιδέψης, στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψης.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ [ . . . ]
ΘΥΩΝΙΧΟΣ Είν' ανοιχτόκαρδος, καλός κ' ευγενικός στους τρόπους, τη χάρη δεν τη λησμονεί, τις τέχνες προστατεύει, ξέρει και ποιός τον αγαπά, ποιός θέλει το κακό του, δίνει πολλά και σε πολλούς κι ούτε ποτέ του αρνιέται να δώση σ' όποιον του ζητά, σαν βασιλιάς οπούνε, φθάνει να ξέρουν μοναχά τι πρέπει να ζητήσουν.
Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τ' ασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο' βαστούν τα πόδια.
ΘΕΟΚΡΙΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΑ XIV. ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ Ἢ ΘΥΩΝΙΧΟΣ (ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΚΑΙ ΘΥΩΝΙΧΟΣ) Μετάφραση Ι. Πολέμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου