|
Το
αρχαϊκό μειδίαμα.
|
Αποκαλυπτική
είναι η ιστορία του βιβλίου «Ελληνικό Γέλιο», που αναφέρεται σε μυθιστόρημα όπου Δημόκριτος και Ιπποκράτης θέτουν θεμελιώδεις ερωτήσεις για το
τι εστί γέλιο.
Όταν
τον -3ο αιώνα οι Ρωμαίοι έφτασαν για διαπραγματεύσεις στον Τάραντα της Κάτω
Ιταλίας, βρήκαν τους Έλληνες να μην μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους.
Αν και
οι αρχαίοι συγγραφείς διαφωνούν για την ακριβή αιτία που προκάλεσε το γέλιο
τους, ωστόσο συμφωνούν ότι ήταν το κερασάκι στην τούρτα για την έναρξη του
πολέμου.
Κάποιοι
ισχυρίζονται πως έφταιγαν τα κακά ελληνικά του Ρωμαίου απεσταλμένου Ποστούμιους.
Αλλοι, κατηγορούν την εθνική τους ενδυμασία, την τήβεννο που είχαν φορέσει ώστε
να εμπνέουν δέος. Η ιστορία τελείωσε με τον προφητικό Ποστούμιο να λέει: «Γελάστε,
γελάστε τώρα που μπορείτε. Γιατί θα κλαίτε για πολύ καιρό όταν ξεπλύνετε αυτό
το ύφασμα από το αίμα σας».
Με αυτή
την ιστορία ξεκινάει το άρθρο της συγγραφέως Μέρι Μπίαρντ στους «Τάιμς» του
Λονδίνου, καθώς αναλύει το βιβλίο του Στίβεν Χάλιγουελ «Greek Laughter»
(Ελληνικό Γέλιο) των εκδόσεων του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Ο υπότιτλος
εξηγεί, ότι πρόκειται για «μια μελέτη της πολιτιστικής ψυχολογίας από
τον Όμηρο έως τον πρώιμο χριστιανισμό» περισσότερο, από
ό,τι η απάντηση στο τι έκανε τους Αρχαίους Έλληνες να γελάνε.
«Η
παραπάνω αφήγηση συνδυάζει κάποια από συστατικά-κλειδιά του αρχαίου γέλιου: Δύναμη,
Φιλοπατρία και την εκνευριστική αίσθηση ότι αυτοί που χλευάζουν τους εχθρούς
τους σύντομα θα βρεθούν στην ίδια θέση», συνεχίζει η συγγραφέας του «Τhe Roman
Τriumph», Μέρι Μπίαρντ.
Κατά
την ύστερη αρχαιότητα κυκλοφορούσε η ανθολογία «Φιλόγελως», που συγκέντρωνε
περίπου 265 ανέκδοτα. Τότε για τη αστειότητα τους φημίζονταν οι κάτοικοι των
ελληνικών πόλεων Αβδηρα, Κύμη (είτε ευβοϊκή είτε ιταλική) και Σιδώνα, όπως και
οι σχολαστικοί, οι γιατροί, οι ευνούχοι, οι κουρείς και άλλοι ή ακόμα και ο
συνδυασμός τους: «Ένας
σχολαστικός γιατρός εξετάζει έναν ασθενή. Γιατρέ του λέει εκείνος, όταν
σηκώνομαι το πρωί ζαλίζομαι για 20 λεπτά. Τότε να σηκώνεσαι 20 λεπτά αργότερα»,
απαντάει ο γιατρός σε ένα από τα ανέκδοτα της ανθολογίας. Κι ένα ακόμα: «Ένας
νεαρός λέει σε μιαν ακόλαστη γυναίκα που τον έχει καλέσει σπίτι της Θα φάμε
πρώτα ή θα πάμε αμέσως στο κρεβάτι; κι εκείνη του απαντάει Ο,τι θες εσύ, καρδιά
μου, μόνο που δεν έχω μαγειρέψει».
Όμως,
υπάρχει ένας γρίφος, γράφει στη συνέχεια ο Χάλιγουελ πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω
στον χρόνο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αθηναϊκό κοινό γελούσε με την
καρδιά του στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, αλλά τι ακριβώς συνέβαινε με τις
κωμωδίες του Μενάνδρου; «Το Μενάνδρειο χιούμορ, με την ευρύτερη έννοια του
όρου, αντιστέκεται στη βέβαιη διάγνωση», πιστεύει ο συγγραφέας.
Δεν
έχει σκοπό τόσο να προκαλέσει το γέλιο, όσο αποτελεί το ίδιο πραγματεία πάνω
στην έννοιά του. Ο θεατής βρίσκεται σε μία θέση όπου δεν ξέρει ακριβώς αν είναι
κοινωνικά επιτρεπτό να γελάσει.
Η πιο
αποκαλυπτική ιστορία του βιβλίου αναφέρεται σε ένα ρωμαϊκό μυθιστόρημα που
φαίνεται να γεφυρώνει το κενό του χαμένου ορισμού της κωμωδίας από τον Αριστοφάνη.
Πρωταγωνιστής
του έργου είναι ο Δημόκριτος, ο οποίος δεν μπορεί να σταματήσει να γελάει με τα
πάντα, καθώς αναγνωρίζει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, κι ως εκ τούτου
είναι απόλυτα δικαιολογημένος με τον τρόπο του «υπαρξιακού παραλόγου» στους
Μπέκετ και Καμί.
Ο
Δημόκριτος προκειμένου να γιατρευτεί απευθύνεται στον Ιπποκράτη, θέτοντας
θεμελιώδεις ερωτήσεις για το τι εστί γέλιο. Η θεραπεία, με λίγα λόγια, είναι
ότι δεν χρειάζεται θεραπεία, αφού είναι λογικότερος από τους συμπατριώτες του,
Αβδηρίτες.
Ολοκληρώνοντας
την έρευνά του στο αρχαιοελληνικό γέλιο, ο Χάλιγουελ φτάνει ως τον
χριστιανισμό, οπότε και ένα διαρκώς αυξανόμενο σκοτεινό πλήθος βλέπει το γέλιο
ως έργο του διαβόλου.
Σοφία
Στυλιανού ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου