Η
καταγωγή του Δημώνακτα ήταν από την Κύπρο κι από οικογένεια που ξεχώριζε για
την αρχοντιά της και για τα πλούτη της.
Περιφρονώντας
όλα αυτά και ποθώντας πιο ευγενικά αγαθά, επιδόθηκε στην φιλοσοφία, από την
παιδική του ακόμη ηλικία, περιφρόνησε όλα τα ανθρώπινα αγαθά κι αφοσιώθηκε στην
ελευθερία και στην ειλικρίνεια και πέρασε μια ζωή τίμια και καθαρή. Όσοι τον
βλέπανε και τον ακούγανε τον είχαν σαν παράδειγμα, λόγο των φιλοσοφικών
θεωριών.
Κι όσο
για τη φιλοσοφία, δεν περιορίστηκε μονάχα σε ένα είδος της, μα συνένωσε πολλές
φιλοσοφικές θεωρίες σ' ένα κράμα και πότε δεν φανέρωσε ποια απ' όλες
προτιμούσε. Φαινόταν ωστόσο να παραδέχεται πιο πολύ τη Σωκρατική διδασκαλία, αν
και στο παρουσιαστικό και στον τρόπο ζωής έδειχνε να πλησιάζει με το Διογένη
από τη Σινώπη.
Τον
θαύμαζαν όλοι γιατί ήταν απλός καταδεχτικός και φιλικός. Δεν ήταν ψωροπερήφανος
και ειρωνικός, η ομιλία του ήταν γεμάτη από αττική χάρη.
Ποτέ
δεν τον είδαν να ξεφωνίζει, να πεισμώνει ή να θυμώνει και συγχωρούσε εκείνους
που παραστράτιζαν. Γιατί πίστευε ότι, το να κάνει κανένας λάθη είναι ανθρώπινο,
ενώ το να τα διορθώνει είναι χαρακτηριστικό του θεού ή ενός ισόθεου. Βοηθούσε
όσο μπορούσε τους φίλους του και θύμιζε σε όλους πόσο εφήμερα είναι τα αγαθά.
Εφρόντιζε
ακόμα να συμφιλιώνει τους αδελφούς που διαφωνούσαν και να φέρνει τη γαλήνη
ανάμεσα σε ανδρόγυνα.
Και
καμμιά φορά αν γινόταν ανταρσία από τους πολίτες, μιλούσε τόσο πειστικά, που
κατάφερνε τους περισσότερους να υπηρετήσουν την πατρίδα κι όχι να ξεσηκώνονται
εναντίον της.
Κάπως
τέτοιος ήταν ο τρόπος της φιλοσοφίας του, ωραίος, ήρεμος και χαρούμενος. Το
μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν η αρρώστια ή ο θάνατος ενός φίλου του, γιατί
πίστευε στη φιλία σαν το μεγαλύτερο ανθρώπινο αγαθό.
Γι' αυτό
ήταν και φίλος με όλους κι έφτανε να είναι κανένας άνθρωπος για να τον θαρρεί
συγγενή του. Και του άρεσε περισσότερο να συναναστρέφεται με μερικούς απ'
αυτούς, ενώ αντίθετα απομακρυνόταν από εκείνους που του φαίνονταν ότι τα λάθη
τους δεν είχαν ελπίδα να διορθωθούν. Κι όλα αυτά τα έκανε σα να τον εμπνέανε οι
Χάρες κι η ίδια η Αφροδίτη.
Γι'
αυτό το λόγο κι όλος ο λαός και οι άρχοντες των Αθηνών τον θαύμαζαν υπερβολικά
και τον θεωρούσαν ξεχωριστό άνθρωπο.
Στήν
αρχή ωστόσο συγκρούστηκε με αρκετούς από αυτούς και τον εχθρεύθηκε το πλήθος
για την ειλικρίνεια του και την ελευθερία της γνώμης του.
Θέλω να
αναφέρω ακόμα και μερικά επιτυχημένα κι έξυπνα απ' όσα έχει πει, και καλό είναι
να αρχίσω από τον Φαβωρίνο (Κελτός σοφιστής, που άλλοι λέγανε πως είναι
ερμαφρόδιτος) και από εκείνα που του είπε.
Σαν
άκουσε λοιπόν κάποιον ο Φαβωρίνος να λέει ότι ο Δημώνακτας κορόιδευε τις
διαλέξεις του και ξεχωριστά τα τραγούδια που έβαζε ανάμεσα σ' αυτές και
κατηγορούσε αυτό το πράγμα σαν χυδαίο, γυναικίστικο κι ολότελα άπρεπο για τη
φιλοσοφία, πήγε και ρώτησε τον Δημώνακτα ποιός ήταν που τον περιγελούσε. «Ένας
άνθρωπος» του αποκρίθηκε ο Δημώνακτας, «που
τα αυτιά του δεν ξεγελιούνται εύκολα». Κι επειδή ο σοφιστής επέμενε και τον
ρωτούσε : ποιά εφόδια έχεις, Δημώνακτα, και πήρες τη φιλοσοφία για
παιχνίδι; «Τ'αχαμνά μου», του
αποκρίθηκε.
Μία
άλλη φορά πάλι ο ίδιος ο Φαβωρίνος πήγε και ρώτησε τον Δημώνακτα, ποιο
φιλοσοφικό σύστημα προτιμά κι εκείνος του αποκρίθηκε «Και ποιος σου είπε ότι
φιλοσοφώ;» και φεύγοντας γελούσε με την καρδιά του, σάν τον ρώτησε γιατί γελά,
εκείνος του είπε «Μου φάνηκε γελοίο να θέλεις να ξεχωρίζουν οι φιλόσοφοι από
την γενειάδα τους, ενώ εσύ δεν έχεις.»
Κάποτε πάλι
ο σοφιστής Σιδώνιος, που ήταν στις δόξες του στην Αθήνα, έβγαζε λόγο και
παινούσε πολύ τον εαυτό του, ότι κατέχει ολόκληρη τη φιλοσοφία και έλεγε πως «Αν
με καλέσει ο Αριστοτέλης στο Λύκειο, θα τον ακολουθήσω αν ο Πλάτωνας στην
Ακαδημία, θα πάω αν ο Ζήνωνας στην Ποικίλη Στοά, θα μαθητέψω αν με καλέσει όμως
ο Πυθαγόρας θα σωπάσω». Τότε λοιπόν σηκώθηκε επάνω ο Δημώνακτας ανάμεσα από
τους θεατές και φώναξε «Ε συ, σε καλεί ο Πυθαγόρας».
Κάποτε
πάλι, που βάδιζε στο δρόμο, βρήκε ένα χρυσό δαχτυλίδι. Κρέμασε λοιπόν μία
επιγραφή στην αγορά και καλούσε εκείνον που το έχασε, όποιος και να ήταν ο
κάτοχος του δαχτυλιδιού, να παρουσιαστεί και να του πει το βάρος, το πετράδι
και τη σφραγίδα του για να το πάρει.
Παρουσιάστηκε
λοιπόν ένας ωραίος νεαρός και του είπε πως το έχασε αυτός μα επειδή δεν του
έλεγε τίποτα σωστό, του αποκρίθηκε «πήγαινε, παιδί μου, και φύλαγε τον δαχτύλιο
σου, γιατί δαχτυλίδι δεν έχασες».
Σαν τον
ρώτησαν αν είναι η ψυχή αθάνατη «όπως κι όλα τ'άλλα αποκρίθηκε».
Σαν
πήγε κάποτε να λουστεί, και αργούσε να μπει στο νερό, επειδή ήταν πολύ ζεστό,
κάποιος από εκείνους που βρίσκονταν εκεί τον κατηγόρησε για δειλό. «Δεν μου
λες, του είπε ο Δημώνακτας, αν καώ, για την πατρίδα θα το πάθω».
Σαν
έβλεπε πολλούς αθλητές να παραβαίνουν τους κανονισμούς και να δαγκώνουν στο αγώνισμα
του παγκρατίου, έλεγε «Πολύ δικαιολογημένα εκείνοι που εξυμνούνε τους
σημερινούς αθλητές τους ονομάζουν λιοντάρια».
Κι όταν
κάποιος, που του είχε αναθέσει ο βασιλιάς τη διοίκηση των στρατευμάτων μιας
χώρας από τις μεγαλύτερες, ρώτησε το Δημώνακτα πως έπρεπε να κυβέρνηση «Χωρίς
θυμό, του αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Να λες λίγα και ν'ακούς πολλά».
Σαν
είδε κάποτε στην Ποικίλη Στοά κάποιο άγαλμα που του είχε κοπεί το χέρι είπε «Αργά,
τιμήσανε οι Αθηναίοι τον Κυναίγειρο με άγαλμα».
Κάποτε
που πήγε στην Ολυμπία, οι Ηλείοι κάμανε ψήφισμα να του στήσουν χάλκινο άγαλμα,
μα εκείνος τους εμπόδισε και είπε «Έτσι θα δείξετε ότι βρίζετε τους προγόνους
σας, αφού μήτε στο Σωκράτη, μήτε στο Διογένη έστησαν εκείνοι άγαλμα».
Κι όταν
κάποιος τον ρώτησε, ποιος νομίζει αυτός πως είναι ο ορισμός της ευτυχίας, του
αποκρίθηκε «Ο μόνος ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος». Εκείνος τότε του είπε πως
υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι. «Μιλώ για κείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται
τίποτα». (από εδώ το πήρε ο Καζαντζάκης
"Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος"). Και πως,
του είπε ο άλλος μπορεί να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, αφού όλοι είμαστε δούλοι σ'
αυτα τα πάθη; «Είναι αλήθεια, του αποκρίθηκε, μα αν μελετήσεις τ' ανθρώπινα
πράγματα, θα καταλάβεις ότι δεν αξίζει ούτε την ελπίδα ούτε το φόβο, γιατί όλα
τελειώνουν το ίδιο και τα πίκρα και τα γλυκά».
Σαν
είδε ότι δεν μπορεί πια να είναι χρήσιμος στις απαιτήσεις της ζωής, είπε στους
φίλους που βρέθηκαν κοντά του τους στίχους εκείνους που λένε οι κήρυκες για να
αναγγείλουν το τέλος των αγώνων :
«Τέλειωσε
ο αγώνας ο καλός
με τα
ωραία τ 'αγωνίσματα του
τώρα
για να φύγουμε καιρός
και να
μην αργούμε».
Κι αφού
σταμάτησε κάθε τροφή, έφυγε από τη ζωή χαρούμενος, (περίπου σε ηλικία 100
χρονών), όπως φαίνονταν πάντα σ' εκείνους που τον συναναστρέφονταν.
Λίγο
καιρό προτού πεθάνει, τον ρώτησε κάποιος : Τί παραγγέλνεις για τη θανή σου; «Μη
σκοτίζεσθε γι' αυτό, είπε, γιατί η μυρωδιά μου θα με θάψει». Και δεν είναι
ντροπή, είπε κάποιος άλλος, να γίνει το σώμα ενός τέτοιου ανθρώπου τροφή στα
όρνια και στα σκυλιά;
«Τόσο
το καλύτερο, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος ας γίνω και ύστερα από το θάνατο χρήσιμος
και σε μερικά ζώα».
Οι
Αθηναίοι τον θάψανε με μεγαλοπρέπεια και με δημόσια δαπάνη και για πολύ καιρό
τον πενθήσανε. Και το πέτρινο κάθισμα, που συνήθιζε να κάθεται κάθε φορά, που
κουραζόταν, το στόλιζαν με στεφάνια για να τιμήσουν το φιλόσοφο, και θεωρούσαν
ιερή την πέτρα που κάθισε.
Την
κηδεία του τη συνοδέψανε όλοι, και ξεχωριστά οι φιλόσοφοι, που σήκωσαν και
πήγανε το λείψανο του ως το μνήμα.
(Λουκιανός,
ΔΗΜΩΝΑΚΤΟΣ ΒΙΟΣ).
ΑΣΤΕΡΙΟΣ
ΧΟΪΛΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου