Η πολύδωρη Ανδρομάχη, βουρκωμένη πλησιάζει τον Έκτωρα, το χέρι της δένει στο χέρι του και του λέει: «Δαιμόνιε, θα σε αφανίσει το ίδιο σου το μένος - και δεν λυπάσαι το νήπιο τέκνο σου, την άμοιρην εμένα που γρήγορα θα γίνω η χήρα σου. Γιατί, όπου να ᾽ναι, θα πέσουν πάνω σου σωρός οι Αχαιοί, όλοι μαζί θα σε σκοτώσουν· τότε κι εγώ το ᾽χω καλύτερο, αν είναι 410 να σε χάσω, να με σκεπάσει η μαύρη γη· γιατί δεν θα απομείνει πια στον κόσμον άλλη θαλπωρή, όταν εσύ θα βρεις τον θάνατό σου - πόνος μόνον και θλίψη...».
Της αποκρίθηκεν αμέσως ο μέγας κορυθαίολος Έκτωρ: 440
«Όλα που λες, γυναίκα, είναι και μέλημα δικό μου· κι όμως αισχύνομαι τους Τρώες, τις Τρωάδες με τον μακρόσυρτό τους πέπλο, αν είναι να φανώ δειλός, για ν᾽ αποφύγω τον κίνδυνο της μάχης».
Έτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί, μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας, τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του - το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα, που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους. 470
Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα, κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ, την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.
«Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες, γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του.
Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια της ακριβής γυναίκας του· τον υποδέχτηκεν εκείνη στον μυρωμένο κόρφο της, και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο [«δακρυόεν γελᾶν»].
Απόδοση Δ. Ν. Μαρωνίτης [Ομήρου Ζ 484]
------------------------------------
Διαβάστε επίσης:
Ποιά άλλη γλώσσα στον κόσμο θα μπορούσε να αποδώσει σε μία μόνο λέξη τόσα πολλά και υψηλά νοήματα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου