Την δεκάτην ημέρα κατεύθασε ο θαυμάσιος Κυνήγιος, έχοντας μαζί του τον Ύπατο και τον Δούκα, πολύ στρατιωτική δύναμη και πολιτική εξουσία. Πολλοί δε των ειδωλολατρών έφυγαν απ την πόλη στα γύρω χωριά και πόλεις, ο δε Κυνήγιος κατάσχεσε (κειμ: εμητάτευσεν) τα σπίτια των φυγάδων. Προσκαλώντας δε τους πολίτες τον Δούκα και τον Ύπατο, τους έδειξε βασιλικά γράμματα (διατάγματα) που παρήγγειλαν να καταστρέφουν τα είδωλα και να παραδοθούν στο πυρ (κείμ: πυρί παραδοθήναι).
Ακούγοντας αυτά οι ειδωλολάτρες, σήκωσαν τέτοια φωνή, ώστε οι άρχοντες αγανακτισμένοι έστειλαν εναντίον τους στρατιώτες, χτυπώντας τους με σκύταλα και ράβδους. Οι δε χριστιανοί μετά χαράς μεγάλης επευφημούσαν τους άρχοντες. Ευθέως δε όρμησαν μετά των αρχόντων και των ταγμάτων, και κατέστρεψαν τα είδωλα. Ήταν δε στην πόλη, ναοί ειδώλων δημόσιοι οκτώ, του Ήλιου, της Αφροδίτης, της Τύχης της πόλεως που τον έλεγαν Τυχαίον και το Μαρνείο, για το οποίο έλεγαν ότι είναι του Κρηταγενούς Διός, ο ενδοξότερος των απανταχού ιερών.
Ήταν δε και πολλά ακόμα είδωλα, στα σπίτια και στα γύρω χωριά, που κάνεις δεν μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό. Οι δε δαίμονες, αρπάζοντας την ευκαιρία που τους έδιναν οι Γαζαίοι, γέμισαν με την πλάνη τους ολόκληρη την πόλη και τα περίχωρα, γι΄ αυτό και (οι Έλληνες στο θρήσκευμα) ζηλωτές γίνονται (αν μπορούσαν ας έκαναν κι αλλιώς) προσχωρώντας στην πίστη των χριστιανών. Αυτά περί των Γαζαίων.
Έχοντας πια το δικαίωμα (από τις αυτοκρατορικές διαταγές) οι στρατιώτες με τους χριστιανούς της πόλεως, όρμησαν στα είδωλα στο παραθαλάσσιο μέρος της πόλεως, και αποφάσισαν πρώτα να καταστρέψουν το ονομαστό Μαρνείο, αλλά τους εμπόδιζαν οι ιερείς του, που με μεγάλους λίθους έφραξαν από μέσα τις πύλες του Ναού, και καταφεύγοντας στα λεγόμενα άδυτα του ναού, αφού πρώτα έκρυψαν εκεί τα τίμια σκεύη τους, διέφυγαν από κρυφή δίοδο σε διάφορους τόπους.
Προσωρινά (οι χριστιανοί) απομακρύνθηκαν και εστράφησαν προς άλλα είδωλα και ιερά, καταστρέφοντας, πυρπολώντας και αρπάζοντας τα τίμια σκεύη τους. Όσους δε τα πήραν για ίδιον όφελος, τους αναθεμάτισε ο άγιος Πορφύριος. Έτσι κανένας εκ των πιστών δεν πήρε για τον εαυτό του τίποτε (δια του τρόπου αυτού οι πιστοί, τα παρέδωσαν όλα στην χριστιανική εκκλησία) εκτός απ΄ τους στρατιώτες και τους ξένους που βρεθήκαν εκεί. Επέβλεπε δε ο όσιος επίσκοπος Πορφύριος, ώστε τίποτε να μην ιδιοποιηθούν απ΄ τους ναούς των ειδώλων.
Δέκα ολόκληρες μέρες κατέστρεφαν τους ναούς των ειδώλων. Μετά δε απ αυτό, σκέφτηκαν τι πρέπει να γίνει με το Μαρνείο. Οι μεν έλεγαν να καταστραφεί, άλλοι να κατακαεί, και άλλοι να καθαριστεί να αγιαστεί και να μετατραπεί σε εκκλησία θεού, και μάλιστα περί του τελευταίου αυτού, έγινε πολύ σκέψη. Τέλος δε ο άγιος επίσκοπος κήρυξε νηστεία στο λαό και δέηση, για να τους αποκαλύψει ο Κύριος τι πρέπει να κάνουν (με το μνημείο). Νήστευσαν την ημέρα εκείνη και εδεήθησαν στον θεό γι΄ αυτό, και το απόγευμα έκαναν την άγια σύναξη. Κατά την ώρα της σύναξης, ένα παιδάκι έως επτά ετών, που στεκόταν παράμερα με την μητέρα του, ξαφνικά φώναξε λέγοντας:
Κάψτε το ναό έως εδάφους, πολλά είναι τα δεινά που έγιναν σ΄ αυτόν, μάλιστα και ανθρώπων θυσίες. Και με τον τρόπο αυτόν να τον κάψετε: Φέρτε υγρή πίσσα, θείο και χοιρινό λίπος, αναμίξτε τα τρία μαζί, και επιχρίστε τις χάλκινε θύρες, και βάλτε τους φωτιά, διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να κατακαεί ολόκληρος αυτός ο Ναός. Μετά την καύση καθαρίστε τον μαζί με τους αύλιους χώρους, και κτίστε εκεί άγια εκκλησία. Πρόσθεσε δε: δεν είμαι εγώ ο λαλών αλλ΄ ο Χριστός ο εν εμοί. Αυτά είπε στη συριακή γλώσσα.
Καθώς άκουσε αυτό το θαύμα ο επίσκοπος, σήκωσε τα χέρια του στους ουρανούς και δοξάζοντας τον θεό είπε: Δόξα συ πάτερ άγιε, ότι επέκρυψας από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας ταύτα σε νήπια. Επέτρεψε δε στο παιδί και την μητέρα του να έρθουν στο επισκοπείο, και παίρνοντας παράμερα το παιδί, είπε στη μητέρα του: Σε ορκίζω στο θεό τον ζώντα, πες μου, είπες εσύ ή κάποιος άλλος στο παιδί να πει όσα είπε περί του Μαρνείου; Η δε μητέρα απάντησε: Παραδίδω τον εαυτό μου στο φοβερό και φρικτό βήμα του Χριστού, δεν γνώριζα τίποτε απ΄ όσα είπε ο γιος μου αυτή τη μέρα. Αλλά και πάλι αν νομίζεις, πάρε το παιδί μου και με απειλές εξέτασέ το, και αν από υποβολή κάποιου τα είπε αυτά τότε θα το ομολογήσει, αλλ΄ αν δεν πει τίποτε τέτοιο, τότε είναι ξεκάθαρο ότι υπό του πνεύματος του αγίου εμπνεόμενο μίλησε.
Άκουσε δε ο επίσκοπος τον λόγο της γυναικός, και αφού την επαίνεσε είπε να αποχωρίσει και να φέρουν μπροστά του το παιδί. Όταν αυτό στάθηκε μπροστά του το ρώτησε: Ποιος σου υπέβαλε να πεις όσα είπες περί του Μαρνείου; Το παιδί όμως σιωπούσε. Διέταξε δε ο οσιότατος επίσκοπος να μαστιγωθεί το παιδί, μήπως και το φοβίσει. Κάποιος δε κρατώντας μαστίγιο φώναξε στο παιδί: Ομολόγησε ποιος σε έβαλε να μιλήσεις, πες μου γιατί θα σε χτυπήσω με το μαστίγιο. Ο μικρός όμως δεν έλεγε τίποτε. Τότε κι εμείς που στεκόμασταν γύρω του φωνάζαμε απολιτικά τα ίδια, αυτός όμως παρέμενε ακίνητος. Τέλος αφού έκαψαν όλοι, άνοιξε το στόμα του το παιδάκι και είπε στα ελληνικά: Κάψτε τον ναό τον ένδο έως εδάφους: πολλά γαρ τα δεινά γέγονεν εν αυτώ, μάλιστα και ανθρώπων θυσίαι, Τούτω δε τω τρόπω καύσατε αυτόν…(επαναλαμβάνει όσα και παραπάνω).
Θαύμασε δε ο οσιότατος Πορφύριος, μαζί μα όλους τους παρευρισκόμενους που άκουσαν την παρρησία τους παιδιού. Προσκάλεσε δε την μητέρα του και τη ρώτησε για την ελληνική γλωσσά που χρησιμοποίησε το παιδί. Αυτή όμως τον διαβεβαίωσε με όρκους, πως ουτε η ίδια ουτε το παιδί γνώριζαν ελληνικά. Ο δε Πορφύριος δόξασε ξανά τον θεό και (τώρα το κόλπο της απαλλαγής από υποψίες χρηματισμού) παίρνοντας τρία νομίσματα τα έδωσε στη γυναίκα. Το δε παιδί βλέποντας τα νομίσματα στο χέρι της μητέρας του φώναξε στη Συριακή γλωσσά: Μητέρα μη τα πάρεις, και μην πουλάς την δωρεάν του Θεού για χρυσάφι. Και η μητέρα τα επέστρεψε στον επίσκοπο λέγοντας: Ευχηθείτε υπέρ εμού και του τέκνου μου, δεήσου για μας στον θεό. Ο δε όσιος επίσκοπος τους κατεβόδωσε εν ειρήνη.
Το απόγευμα συγκέντρωσε τους ευσεβείς κληρικούς και τον φιλόχριστο λαό, ακόμα και τον θαυμάσιο Κυνήγιο και τους άρχοντες, και τους ανέφερε όσα είπε το παιδί περί του Μαρνείου. Ακούσαντες δε θαύμασαν, και ομονοήσαντες είπαν ότι (το Μαρνείο) κατά τα (θεόπνευστα) λόγια του παιδιού πρέπει να καεί.
Έφεραν λοιπόν την υγρή πίσσα, το θειάφι και το χοιρινό λίπος, και αφού τα ανακάτεψαν και τα τρία μαζί, άλειψαν τις εσωτερικές πύλες του ναού και μετά από ευχή (!) έβαλαν φωτιά και αμέσως πυρπολήθηκε ολόκληρος ο ναός και κάηκε. Όσοι δε από τους στρατιώτες και τους ξένους μπορούσαν, άρπαζαν απ΄ τον φλεγόμενο ναό ότι μπορούσαν, είτε χρυσαφί, είτε ασημή ή και σίδηρο ή μόλυβδο.
Ήταν δε εκεί ένας άνδρας αξιωματικός των στρατιωτών, που τον έλεγαν Τριβούνιο που επιστάτευε την καύση του Ναού. Ήταν δε χριστιανός μόνο κατά τα φαινόμενα, αλλά κρυφά ειδωλολάτρης. Αυτός λοιπόν παριστάμενος και βλέποντας την διαρπαγή απ΄ τους στρατιώτες του, με πρόσχημα την τάξη, μαστίγωνε αφειδώς όποιον εύρισκε να κλέβει κάτι απ΄ τα υπάρχοντα του ναού. Αυτός λοιπόν πέθανε με διπλό τρόπο, μια και καθώς γινόταν όλα αυτά, ένα τεράστιο ξύλο του καιόμενου ναού, έπεσε πάνω του και αφού πρώτα του άνοιξε το κεφάλι, στη συνέχεια κατέκαψε το υπόλοιπο σώμα του. Αμέσως δε οι πιστοί στρατιώτες και ο φιλόχριστος λαός, κατάλαβε ότι επιρρεπής προς τα είδωλα ήταν, και δόξαζαν τον θεό με ψαλμούς. Επέμενε δε το ιερόν επί πολλάς ημέρας καιόμενον.
Μετά απ΄ αυτά, και επί των οικιών εγένετο έρευνα. Πολλά δε υπήρχαν είδωλα σε πολλές αυλές, και τα ευρισκόμενα, τα μεν πυρί περεδίδοντο, τα δε εις βόρβορον ερρίπτοντο. Ευρίσκοντο δε και βιβλία γεμάτα μαγεία (κείμ: πεπληρωμένα γοητείας) που ιερά τα αποκαλούσαν, με τα οποία τις τελετές τους και άλλα αθέμιτα έκαναν, οι άνθρωποι αυτοί της ειδωλομανίας, και αυτά (τα βιβλία) το ίδιο με τους θεούς τους έπασχαν.
Πολλοί δε πλέον προσέτρεχαν στην άγια πίστη, άλλοι από φόβο και άλλοι μετανοώντας για την προηγούμενη διαγωγή τους. Σε όλους δε άνοιγε η αγία εκκλησία τις θύρες της, μνημονεύοντας τα λόγια της Αγίας Γραφής: ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και εις τον κρούοντα θέλει ανοιχθή.
Κάποιοι βεβαία συμβούλευαν τον όσιο επίσκοπο, να μην δέχεται όσους από φόβο προσέρχονται, αλλά μόνο όσους από αγαθή προαίρεση έρχονται. Ο δε επίσκοπος απαντούσε σ΄ αυτούς με τα σοφά λόγια της Παλαιάς Διαθήκης: «Όταν εθανάτονε αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν, και επέστρεφον και από όρθρου προσέτρεχον εις τον Θεόν• και εκολάκευον αυτόν διά του στόματος αυτών και διά της γλώσσης αυτών εψεύδοντο προς αυτόν» Ψαλμοί 78.34 Marcus Diaconus Scr. Eccl. (378-420 μ.Χ,) Βίος αγίου Πορφυρίου επισκόπου Γαζης (001) 57.5-64.1
Απόδοση στη νεο-ελληνική: του Μ. Καλόπουλου http://www.greatlie.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου