O oρθόδοξος κλήρος τής εποχής τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης, ως γνωστόν, εκήρυττε, ότι ήταν «θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει», «θεϊκή βούληση και τιμωρία», «θεία πρόνοια» και άλλα. Μέσα στα πλαίσια τής θέσης αυτής τής Εκκλησίας ήταν η εχθρότητά της κατά των καθολικών τής Ευρώπης, για την οποία καυχάται έως σήμερα. Αποτέλεσμα τής εχθρότητας αυτής ήταν η αποτυχία τής ένωσής της με την Καθολική Εκκλησία και η πτώση τής Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους, που κι αυτή συντελέστηκε με εσωτερική προδοσία. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Εκκλησία - φεουδάρχες επί δεκαετίες μεθόδευαν την παράδοση τής Κωνσταντινούπολης).
Κεντρικό πρόσωπο τής τραγωδίας αυτής αποτέλεσε ο ανακηρυχθείς άγιος και στυλοβάτης τής Ορθοδοξίας, μητροπολίτης Εφέσου, Μάρκος ο Ευγενικός (βλ. Οι περίεργοι θάνατοι "ενωτικών" πριν την άλωση).
Σχετικά με τον προδοτικό ρόλο τής Εκκλησίας στην άλωση τής Κωνσταντινούπολης, παραθέτουμε παρακάτω μερικές άγνωστες σε πολλούς σελίδες τής Ιστορίας, όπως τις περιγράφουν ντόπιοι και ξένοι ιστορικοί τής εποχής και μεταγενέστεροι. - Οι ανθενωτικοί, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γίνονταν φανατικότεροι και καταντούσαν φιλότουρκοι με το μίσος, που εκδήλωναν ενάντια στους ενωτικούς. Ο φιλοτουρκισμός ήταν ισχυρός και στις επαρχίες, γι΄ αυτό οι τούρκοι στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Ήπειρο δεν βρίσκανε αντίσταση, όταν προχωρούσαν στα μέρη αυτά. (Γ. Κορδάτου, «Ακμή και παρακμή τού Βυζαντίου»).
- Στα 1396, όταν ο Βαγιαζήτ περνούσε από τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, οι πιό πολλές πόλεις (Τρίκαλα, Λάρισα, Σάλωνα, Δομοκός) παραδόθηκαν θεληματικά. («Προέλαυνε δε εις τα πρόσω (ο Βαγιαζήτ), το δε Ζητούνιν, το εν Θερμοπύλαις και Πάτραις τας εν τω πεδίω προς τη υπωρεία των Λοκρών όρους κατεστρέψατο, και αυτώ προσεχώρησε και άλλα δε των ταύτη πολισμάτων ουκ ολίγα προσεχώρησαν αυτώ καθομολογίη», (Χαλκοκονδύλη, τ. Β΄, σελ. 67).
- Ο μητροπολίτης, μάλιστα, στα Σάλωνα προσκάλεσε τον τούρκο σουλτάνο να κυνηγήσουν μαζί. («Του δε Φωκαίων αρχιερέως επαγομένου σφίσιν επί χώραν κυνηγήσαι τε κρατίστην και λιμώνας γεράνους παρεχομένους πλήθος άπλετον και πεδία ενιππεύσαι τα καλλιστα», (Xαλκοκονδύλη, τ. Β΄, σελ. 67).
Ο Γεννάδιος Σχολάριος από τη μονή Παντοκράτορα, που ήταν το αρχηγείο και το θρησκευτικό κέντρο των ανθενωτικών, έβγαλε την παρακάτω προκήρυξη, που έλεγε πως η Πόλη θα πέσει στα χέρια των τούρκων και εξ αιτίας των ενωτικών θα καταστραφεί και θα πάθουν πολλά οι βυζαντινοί: «Άθλιοι ρωμαίοι, εις τι επλανήθητε και απεμακρύνατε εκ τής ελπίδος τού Θεού και ηλπίσατε εις την δύναμιν των φράγκων και συν τη Πόλει εν ή μέλλει φθαρήναι, εχάσατε και την ευσέβειάν σας. Ίλεός μοι, Κύριε, μαρτύρομαι ενώπιόν σου, ότι αθώος ειμί τού τοιούτου πταίσματος. Γινώσκετε άθλιοι πολίται τί ποιείτε; Και συν τω αιχμαλωτισμώ, ος μέλλει γενέσθαι εις υμάς, εχάσατε και το πατροπαράδοτον και ομολογήσατε την ασέβειαν· ουαί υμίν εν τω κρίνεσθαι». (Δούκα, σελ. 254).
Ο Σχολάριος ανταμείφθηκε από τους οθωμανούς γιά τη φιλότουρκη στάση του· ανακηρύχθηκε πατριάρχης αμέσως μετά την άλωση με τα γνωστά προνόμια.
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο διαχρονικά ανθελληνικός ρόλος τού Πατριαρχείου). Παρατηρείστε, πως ακόμη και τις τελευταίες ώρες τού Βυζαντίου ο Σχολάριος αποκαλεί τους βυζαντινούς ρωμαίους κι όχι βέβαια έλληνες. Το όνομα έλλην ήταν επί αιώνες υπό διωγμόν. Το Βυζάντιο -παρά τα όσα προπαγανδίζουν ρωμιορθόδοξοι θεωρητικοί- είχε πάντα ανθελληνικό χαρακτήρα· δεν εξελληνίστηκε ποτέ. (βλ. Η αληθινή “ιστορία” των ελλήνων στο Βυζάντιο). - Όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη, στο στρατό του υπηρετούσαν και πολλοί χριστιανοί. Ήταν διάφοροι τυχοδιώχτες, που κατατάχτηκαν στο στρατό τού σουλτάνου, για να αρπάξουν και να κλέψουν. Ήξεραν, πως μέσα στην Πόλη, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στα πλουσιόσπιτα υπήρχε πολύ χρυσάφι και ασήμι, καθώς και αλλά πολύτιμα πράγματα. Ανάμεσα τους ήταν και ρωμιοί.
- Ο Barbaro, τους χριστιανούς στο στρατό τού Μωάμεθ τους ανεβάζει σε 50 χιλιάδες. Ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής τού θρήνου τής Πόλης λέει, πώς υπηρετούσαν στο στρατό τού Μωάμεθ «φραζήδες χριστιανούς κακούς τριάντα χιλιάδες» (βλ. Εllissen: Αnalekten κ.λπ., Λειψία 1857, μερ. Γ΄, σ. 56, στίχ. 752). Από αυτούς οι πιό πολλοί ήταν σέρβοι, λατίνοι, γερμανοί, ούγγροι και ρωμιοί. Την ίδια στιγμή, ο στρατός τού Παλαιολόγου ήταν δεν ήταν 6 - 7 χιλιάδες πολεμιστές.
- Οι χριστιανοί, που ήταν στο στρατό τού σουλτάνου, στα βέλη που έριχναν με τις σαΐτες τους πάνω στο κάστρο έδεναν ή κολλούσαν χαρτιά (προκηρύξεις) καλώντας τούς αμυνόμενους να παραδοθούν ειρηνικά και δεν είχαν να πάθουν τίποτα. (Εβλιά Τσελεμπή, τούρκος χρονογράφος, αρχές ιζ΄ αιώνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου